Thursday, May 31, 2007

Λίγα και καλά...

Μερικές φορές κάποιος γνωστός μπορεί να πάθει κάτι σημαντικό καλό ή κακό και να μην έχεις καμία διάθεση να είσαι εκεί, απλώς επειδή δε σου βγαίνει... μερικές άλλες όμως ένας πραγματικός φίλος είναι στην ίδια φάση μπορεί και καλύτερα ή και χειρότερα... και τότε δεν υπάρχει ούτε μία στο δισεκατομμύριο να μην είσαι εκεί... ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ... αυτό είναι και η πραγματική διαφορά μεταξύ φίλου και "φίλου" (imho τουλάχιστον....)
Δεν έχω κάτι άλλο να πω atm... τα λέμε αργότερα ίσως...

Wednesday, May 30, 2007

Sleep on this for a while...

Προσπαθώ να γράψω ένα γαμημένο ποστάκι σήμερα και έχω ένα μαλάκα με άκρως εκνευριστική φωνή να μιλάει με όλη τη δύναμη που μπορούν να του δώσουν τα σάπια πνευμόνια του, στο τηλέφωνο... Μιλάει και λέει μαλακίες... Η ηλιθιότητα στάζει από παντού...
Προσπαθώ να γράψω ιστοριούλα και μου χαλάει το τσι... Η συγκέντρωση πάει περίπατο...
Βέβαια, δε φταίει μόνο αυτός... φταίω κι εγώ γιατί υπό κανονικές συνθήκες, όταν έχω όντως έμπνευση, γράφω και ακόμη κι αν βαράνε κανόνια δίπλα μου, δεν ακούω τίποτα... μόνο τις λέξεις που μου έρχονται στο μυαλό... οπότε υποθέτω πως σήμερα δεν έχει έμπνευση ο καλλιτέχνης (εγώ είμαι αυτός, όχι το λέω γιατί δύσκολα θα το πιάνατε, μιας και μαλακίες γράφω συνεχώς...) και επομένως θα πήξει η μουνάρα σας στη μαλακία, αν κάνετε το λάθος να με διαβάσετε... A fair warning has been given... go on at your own risk... (πως το μιλάω το ξενικό ο πούστης...)
Η γαμημένη η ζωή είναι μια φάρσα... Έρχεσαι χωρίς να σε ρωτήσει κανείς (και πως να σε ρωτήσει δηλαδή αφού δεν υπάρχεις πριν....) και πρέπει ξαφνικά να γίνεις κάτι... Να αποκτήσεις μια προσωπικότητα, να αποκτήσεις γνώσεις, να μάθεις τουλάχιστον μια γλώσσα για να συνεννοείσαι (δε μιλάω για ξένη γλώσσα... για τη μητρική μιλάω...) με τις υπόλοιπες προσωπικότητες γύρω σου, γιατί αλλιώς δε βγαίνει, να αποκτήσεις θέλω, όνειρα κλπ Οκ μαλάκα μου... γιατί?
Όχι μόνο γιατί, αλλά και τι? Τι σκατά όνειρα? Τι σκατά προσωπικότητα, θέλω κλπ κλπ? Ποιος είναι σίγουρος πως έχει προσωπικότητα, για να'χουμε καλό ερώτημα? Ποιος είναι σίγουρος για τον εαυτό του πως έχει προσωπικότητα δική του ξεχωριστή και πως δεν είναι απλώς ένα άθροισμα άλλων προσωπικοτήτων, που με τη σειρά τους είναι ένα άθροισμα άλλων και πάει λέγοντας, μέχρι την εποχή που για να έχεις προσωπικότητα αρκούσε απλώς μια αξιόλογη μυϊκή δύναμη και η ικανότητα να ανοίγεις κεφάλια...
Ποιος είναι σίγουρος πως έχει όνειρα και πως τα όνειρα αυτά είναι τα δικά του και όχι αυτά του εμμέσως, ή άμεσα του επιβάλλονται από τρίτους? Από την πουτάνα την κοινωνία, από τους γονείς, από φίλους, από... , από... και πάει λέγοντας? Εγώ δεν είμαι σίγουρος... Να σου πω την αλήθεια, όχι απλώς δεν είμαι σίγουρος για το αν έχω δικά μου όνειρα... δεν είμαι σίγουρος αν έχω καν όνειρα... Γιατί οκ, λέω πως θέλω το τάδε και το δείνα... τι σκατά όμως κάνω γι'αυτό? Τι προσπάθεια, τι στερήσεις, τι αγώνα? Να σου απαντήσω? Τίποτα... Παπάρια... Δεν ξεβολεύω την κωλάρα μου... κάθομαι στ'αυγά μου και παπαρολογώ... ουυυ μερικές φορές μάλιστα αισθάνομαι και γαμάτος που παπαρολογώ τόσο όμορφα... θέλει τέχνη και μεράκι η παπαρολογία αδερφέ!
Το πιο δύσκολο πράγμα είναι να κοιτάξεις τον εαυτό σου σαν ένας τρίτος, έχοντας τις γνώσεις των ενδόμυχων σκέψεών σου όμως παράλληλα και να τον γαμήσεις στο κράξιμο... Γιατί του αξίζει... Γιατί το κέρδισε και το κερδίζει καθημερινά το κράξιμό του ο εαυτούλης σου... Αλλά δεν πρέπει να μείνεις εκεί...
Αν μείνεις εκεί το μόνο που έκανες είναι να δώσεις στον εαυτό σου το άλλοθι πως, οκ είμαι ο μαλάκας που είμαι αλλά τουλάχιστον το ξέρω και με κράζω... και αυτό είναι μεγάλη παγίδα... αυτό είναι το μεγάλο βόλεμα... Το δύσκολο είναι να κουνήσεις την κωλάρα σου από τον μαλακό καναπέ που έχει πάρει το σχήμα της με τη μορφή λακκουβίτσας και να τον βάλεις να κάτσει ωσάν το φακίρη πάνω σε πυρωμένα καρφιά... και όχι τις φλωριές με τα πολλά καρφιά που κάνουν οι φακίρηδες και μοιράζεται πάλι το βάρος σε σχετικά μεγάλη επιφάνεια οπότε δεν πονάει η κωλάρα σου... όοοοχι, σε λίγα και εκλεκτά καρφάκια, να μπούνε μέσα στο κρέας να σε τσούξει το κωλομάγουλο και να αρχίσεις να τρέχεις σαν τον Βέγγο... να τρέχεις και να μη φτάνεις... και κάθε που νομίζεις πως έφτασες, να ξαναβγάζεις κάτω από τον καναπέ το αναδιπλούμενο, έξτρα βολικό στο πακετάρισμα σετ καρφιών, τώρα και με καρφιά που ανανεώνονται, να το βάλεις στην πρίζα να πυρώσει και να επαναλάβεις το κάψιμο - τρύπημα κωλομάγουλου, μπας και ξαναρχίσεις να τρέχεις...
Γιατί είτε το θες είτε όχι, η γαμημένη η ζωή μόνο ως τρέξιμο μπορεί να είναι γόνιμη... αλλιώς βαλτώνει και σαπίζεις... και μπορεί να το πάρεις πρέφα πολύ αργά... κι αν συνειδητά γουστάρεις το βάλτο γιατί το νερό του είναι πιο ζεστό... ε οκ... καλό σάπισμα...
Πάω να βρω πριζούλα... κάτι πρέπει να κάνω... αλλά τι? τι? τι σκατά? Ποιος θα μου πει? Τα καρφιά έχουν την απάντησή σου... Εσύ όμως πρέπει να τα διαλέξεις... Υπάρχεις εσύ?
Ζαλίστηκα... Φαύλος κύκλος... Ας αλλάξω κανάλι... καλά είναι εδώ στον καναπέ...


Άντε και γαμίδια...

Tuesday, May 29, 2007

Καιρικά φαινόμενα...

Η θάλασσα λυσσομανούσε αντιστεκόμενη στην πνοή του αέρα που σα να είχε βαλθεί να τη στεγνώσει...
Γκρίζα μάτια κοιτάνε στο βάθος του ορίζοντα, κοιτάζοντας μα μη βλέποντας τίποτα. Η εικόνα θολή και χιλιάδες σκέψεις να περνάνε από μπροστά της, ασύνδετες, ατελέσφορες, χωρίς να τη βοηθάν σε τίποτα. Χανόταν ρεμβάζοντας και τα μάτια της έσταζαν δάκρυα από μόνα τους. Αυτόματα.
Για ποιον χύνεις αυτά τα δάκρυα? Ποιος πείραξε την εσωτερική σου ηρεμία και σου πήρε τη χαρά όμορφη κοπελιά? Στέκεσαι καθισμένη στην άκρη του βράχου πάνω από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα κι όμως η κορμοστασιά σου μοιάζει αγέρωχη. Τα μάτια σου με το χρώμα του ουρανού, τα κοιτάω και μοιάζουν με τη θάλασσα. Άγρια και ανεξέλεγκτα.
Ο αέρας παίρνει πίσω τα μαλλιά σου και σου δίνει μια άγρια ομορφιά. Η θλίψη σου σα να θλίβει τη φύση γύρω σου. Τα ψαροπούλια κάνουν κύκλους από πάνω σου και σα να ψάχνουν να βρουν αυτό που σε πείραξε για να του επιτεθούν. Δεν τους ρίχνεις ούτε μια ματιά. Απλώς κάθεσαι και χάνεσαι σε σκέψεις που ολοένα και φουσκώνουν τη θάλασσα που σκάει πάνω στα βράχια με λύσσα.
Μην κάτσεις πολύ εκεί πάνω. Το νερό αργά μα σίγουρα τρώει τα θεμέλια του βράχου που σε στηρίζει. Θα σε καταπιεί η ίδια η θάλασσα που ελέγχεις. Πίσω από την πλάτη σου το μαύρο σύννεφο τελειώνει. Φαίνεται ήδη μια υποψία καθαρού ουρανού. Σήκω και περπάτα προς το φως. Ναι, είσαι όμορφη όταν είσαι σκοτεινιασμένη και άγρια, μα η ομορφιά σου η φωτεινή κάνει τον κόσμο να λάμπει.
Περπάτα προς το φως και κάνε τον κόσμο να χαμογελάσει και να βγει από τα καταφύγια που έχει λουφάξει. Πέτα ψηλά. Χαμογέλα.

Monday, May 28, 2007

Γαμημένη βροχούλα...

Σαν ένα άδειο χαρτί το λευκό της οθόνης με κοιτάει με το βλέμμα της αγελάδας και περιμένει να το γεμίσω... Σου γαμώ το σπίτι κωλολευκό παρεμπιπτόντως...
Κοιμήθηκα στην Αθήνα σήμερα και ξύπνησα στο γαμημένο το Gotham City... Σχεδόν σούρουπο έξω... Μια καφέ άρρωστη απόχρωση εκεί που κανονικά περιμένεις ένα γαλανό ουρανό και έναν ήλιο να σου ψήνει την κωλοτρυπίδα... Δε μου αρέσει η ζέστη προτιμώ το κρύο... Ρε άντε γαμήσου που προτιμάς το κρύο παπάρα... Θέλω να κάθομαι και να μην κάνω καμία κίνηση, ούτε την πιο ανεπαίσθητη και να ιδρώνω σα γουρούνι... Θέλω τον ήλιο να με καίει σα να'μαι gay...
Δε γουστάρω το γαμώκρυο και αν το χειμώνα είμαι συμβιβασμένος με το κρύο και τη βροχή, το καλοκαίρι (γιατί τέλη Μαΐου σε αυτή τη γαμωχώρα υποτίθεται είναι ήδη καλοκαίρι μη χέσω!) δεν αντέχω τη βροχή με καμία παναγία... Δε μπορώ ρε αδερφέ, μου χαλάει το τσι! Πως σκατά αλλιώς να σου το πω?
Του αγίου πνεύματος σου λέει, να μας φωτίσει, φως πνεύμα και μαλακίες τούμπανα... Ρε μαλάκες δέστε έξω... σκοτάδι θανατερό και αρρωστημένος ουρανός... Καφέ και γκρι, μου γαμάνε τη διάθεση... Δεν τον μπορώ αυτόν τον ουρανό... Μου θυμίζει έντονα το γαμημένο το Manchester και το απεχθάνομαι το manchester... Μα το manchester γαμάει, έχει μία από τις πιο ξακουστές μουσικές σκηνές... ναι καλά... το 60-80 μπορεί... Τώρα έχει το δεξί μου αρχίδι... Όπου και να πας, πλην ένα δύο μαγαζιά, έχει μπρίτνεϋ για σένα και φάε σκατά...
Το καλό είναι πως στην Ελλάδα απαγορεύεται η οπλοκατοχή... Γιατί αλλιώς θα με βλέπατε στις ειδήσεις... Άσχετο... θυμήθηκα μια γελοιογραφία στην οποία ένας τύπος βλέπει στις ειδήσεις να λένε για κάποιον που βγήκε με πολυβόλο και σκότωσε 5 άτομα, ενώ τραυμάτισε άλλα 10 (ή κάτι τέτοιο....) και είχε αδειάσει 30 γεμιστήρες... Οπότε ο τύπος τον ήξερε αυτόν και αναφώνησε... χαχαχαχα 30 γεμιστήρες και σκότωσες μόνο 5... τι έχεις να πεις τώρα που δε μπορείς να μιλάς για lag noob? Ok, έτσι όπως το έγραψα δε φαίνεται καθόλου αστείο, αλλά στη γελοιογραφία γαμεί...
Παραπάνω από τους μισούς εργαζόμενους σήμερα αράζουν... Οι υπόλοιποι μαλάκες με περικεφαλαία, είμαστε στη δουλειά και ψωλάρουμε, γιατί όπως είπα, περισσότεροι από τους μισούς μαλάκες σήμερα τα ξύνουν... Δεν είναι καθόλου γαμώ, να ξυπνάς και ο δίπλα σου να συνεχίζει να κοιμάται ανέμελος... :( σπαστικότατο είναι θα έλεγα...
Τέσπα σας αφήνω...

Σύμπαν...

Ονειρεμένη απαρχή του χάους, ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης ευαίσθητων δεκτών, δέξου τις επικλήσεις τους.
Καθημερινά ανάβεις ένα νοητό πυρσό, να σε καθοδηγεί στα σκοτάδια βαθειά μέσα σου. Ανεξάρτητες υπάρξεις σου καθορίζουν τη ζωή, ακτές πλατιές σε καλοδέχονται, άμμος και αρμύρα σου σμιλεύουν το πέτρινο κορμί. Τα παιχνίδια των παιδιών σου ζεσταίνουν την καρδιά. Οι έρωτες που εξελίσσονται πάνω σου, σου δίνουν ζωή. Οι θάνατοι σου δίνουν κύρος και σεβασμό.
Ο μικρός κύκλος σου ποτέ δεν κλείνει. Ανελίσσεται ατέρμονα προς το τέλειο. Αστέρια γεννιούνται και πεθαίνουν με εκρήξεις θανατηφόρες, σκορπώντας πάλι τη ζωή. Ανεπανάληπτη η κάθε σου πράξη, εσύ καθορίζεις το μέλλον σου.
Όρια δεν ξέρεις τι είναι, το άπειρο η μόνη σου σταθερά, ο άνθρωπος άλλη μια πιθανότητα στον άπειρα βαθύ ωκεανό σου. Κρατάς τα μυστικά σου καλά σφραγισμένα και κάθε απάντηση χιλιάδες νέα ερωτήματα γεννά. Με πείσμα παιδικό μη λέγοντας αυτά που ξέρεις και ίσως να μην ξέρεις καν εσύ. Σε ατέλειωτο αγώνα δρόμου προς τη γνώση μας βάζεις.
Να εξελιχθούμε προσπαθούμε, μήπως και φτάσουμε κάποτε να γίνουμε ένα με τη δική σου τη συνείδηση.
Η δυσκολία σου μας εξελίσσει, μας γοητεύει, μας έλκει, μας κάνει να κοιτάμε ψηλά. Κάθε τι που μαθαίνουμε για σένα μας κάνει περήφανους, κάθε τι που μας κρύβεις περίεργους και κάθε τόσο μπροστά στην ασύλληπτή σου δύναμη για θάνατο και ζωή κρύβουμε τα μάτια μας με την ανάστροφη του χεριού, μην αντέχοντας στο φως σου το εκτυφλωτικό.
Δεν είσαι θεός, δεν είσαι ανώτερη δύναμη... απλώς είσαι και θα είσαι, με, ή χωρίς παρατηρητές, πάντα εκεί, πάντα να δημιουργείς και να καταστρέφεις.
Απλά ακαταμάχητο... Σύμπαν μας!

Thursday, May 24, 2007

Η μικρή μπουμπού!...

Χτύπα τα πόδια σου κινέζα! Για να μην κόψει η μαγιονέζα...
Η μικρή σαρανταποδαρούσα είχε πρόβλημα με μύκητες. Συγκεκριμένα 4 πόδια από τα δεξιά και 8 από τα αριστερά βρωμούσαν σε βαθμό που ο άντρας της δεν κοιμόταν πια στην ίδια τρύπα με αυτήν. Αυτό την πονούσε τη μικρή σαρανταποδαρούσα. Μερικές αγενείς φίλες της, τη φώναζαν βρωμοποδαρούσα πίσω από την πλάτη της και παρόλο που δεν είχε ακούσει το νεοαποκτηθέν προσωνύμιό της, ήξερε πως κάτι λένε πίσω από την πλάτη της και την κοροϊδεύουν. Βέβαια εδώ που τα λέμε, τεχνικά δε γίνεται να την κοροϊδεύαν πίσω από την πλάτη της, καθότι είναι οριζοντιωμένες οι σαρανταποδαρούσες αυτού του μάταιου μα και όμορφου κόσμου, οπότε μάλλον την κοροϊδεύανε πίσω από το τελευταίο της ζευγάρι πόδια και αυτό δεν ήταν δίκαιο, μιας και το τελευταίο της ζευγάρι πόδια δε μύριζε καθόλου! Τουναντίον! και γλυκούτσικο ήταν και φροντισμένο το είχε και οι φτέρνες της δεν ήταν ούτε σκληρές ούτε τίποτα! Κι αυτό την πλήγωνε τη μικρή μας σαρανταποδαρούσα...
Μια μέρα καθώς περιφερόταν άσκοπα κάπου μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, μα κυρίως από τις αδιάκριτες και κριτικές μύτες, συλλογιζόμενη το πως θα μπορούσε να απαλλαχτεί από τους ενοχλητικούς μύκητες, συνάντησε ένα παράξενο πλάσμα.
Οι διαστάσεις του της έκοψαν την ανάσα! γρήγορα γρήγορα έτρεξε κάτω από μία πέτρα για να μην την δει το τεράστιο αυτό πλάσμα και από κει το παρατηρούσε, έχοντας και τα 40 πόδια της έτοιμα, ώστε αν έκρινε πως κινδυνεύει να τραπεί σε φυγή... Το τεράστιο αυτό πλάσμα έβγαζε άναρθρους ήχους και κάτι είχε στα χέρια του... Η μικρή μας μπουμπού (ας την πούμε μπουμπού για να μη γράφω σαρανταποδαρούσα ξανά και ξανά...) πήρε λίγο θάρρος βλέποντας πως ο γίγαντας δεν την πρόσεχε... Σιγά, σιγά, νυχοπαντώντας και στα 40 πόδια της τον πλησίασε... Σκαρφάλωσε στο πόδι του και με γρήγορες κινήσεις, ανέβηκε περιστροφικά μέχρι τον ώμο του και κοίταξε κατά που κοίταζε και ο γίγαντας...
Ο γίγαντας κρατούσε ένα τεράστιο για τις διαστάσεις της μπουμπούς νυστέρι, που όμως φαινόταν γυαλιστερό και καλοφτιαγμένο και με αυτό έκανε διάφορες τομές σε διάφορα νεκρά έντομα...
Τα μάτια της μπουμπούς άνοιξαν διάπλατα σε μια έκφραση τρομερής έκπληξης και αποστροφής... Με τα μπροστινά της ποδαράκια που ενίοτε της χρησίμευαν και ως χέρια, κάλυψε το στόμα της και προσπάθησε να μην ουρλιάξει από το φόβο της και την καταλάβει ο γίγαντας, καθώς και σαν αντίδραση στη ναυτία που της προκάλεσε το απέντομο αυτό θέαμα (κατά το απάνθρωπο, σε περίπτωση που δεν το έπιασες στόκε...). Μια ζαλάδα, μια σκοτοδύνη, την έπιασε και όντας ευαίσθητη φύση, μα και κλασική γυναίκα (έστω και εντομίνα...) λιποθύμησε... Τα σαράντα αναίσθητα ποδαράκια της, προφανώς δε μπορούσαν να την κρατήσουν, κι έτσι η μπουμπού κατρακύλησε από τον ώμο του γίγαντα, κι έπεσε ακριβώς μπροστά του...
Η πτώση αυτή κάπως λειτούργησε κάπως σα χαστούκι για τη μπουμπού και σε συνδυασμό με μια έντονη και αποκρουστική μυρωδιά κάποιου χημικού, τη συνέφεραν σιγά, σιγά, και την έκαναν να ανοίξει τα μάτια της, για να αντικρίσει έναν θολό ζαλισμένο κόσμο... Μέχρι να καταλάβει που βρίσκεται και κυρίως πώς έφτασε εκεί, ο γίγαντας την είχε προσέξει... Την έπιασε (σχεδόν ευγενικά θα έλεγε αργότερα η μπουμπού) με μια λαβίδα και την απέθεσε μπροστά του... Η μικρή μπουμπού έκανε το παλιό γνωστό κόλπο... κουλουριάστηκε, και το έπαιξε νεκρή... Από μέσα της φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ, αλλά απ'έξω φαινόταν σα μια γαλήνια νεκρή σαρανταποδαρούσα!
Ο γίγαντας έβαλε μπροστά στο μάτι του ένα περίεργο γυαλί και την κοίταζε προσεχτικά! Η μπουμπού κατουριόταν από το φόβο της αλλά ήξερε πως δε μπορούσε να κινηθεί! Ο γίγαντας πήρε ένα μικρό φτερό και άρχισε να της χαϊδεύει απαλά ένα, ένα τα ποδαράκια... η μπουμπού ήταν και γαργαλιάρα γκόμενα καθότι ζηλιάρα και κρατιόταν με βία, προσπαθώντας να φέρει στο μυαλουδάκι της τις εικόνες απίστευτης βίας και καταστρατήγησης της ζουζουνικής αξιοπρέπειας, προκειμένου να αντέξει... Δεν έκανε ούτε μία ανεπαίσθητη κίνηση η μικρή μπουμπού και αυτό θα'χε να το λέει για πολύ καιρό μετά... Τελικά όμως ο γίγαντας βρήκε το ευαίσθητο σημείο της... Με το φτερό του προχώρησε πόδι το πόδι και έφτασε στα μπροστινά... Από κει συνέχισε στη μυτούλα της μπουμπούς που τελικά δε μπόρεσε να αντέξει και με ένα στεντόρειο "Ααααααατσού!" τινάχτηκε ολόκληρη, ξεκουλουριάστηκε και τέντωσε ένα, ένα και τα σαράντα της μικρά ποδαράκια! Παράλληλα ξέσπασε και σε γέλια καθώς ο γίγαντας δε σταμάτησε να τη γαργαλάει αλλά συνέχισε αυτή τη φορά στην εκτεθειμένη της κοιλίτσα.
Η μπουμπού μόλις κατάλαβε τη γκάφα της τρόμαξε και πάλι και πανικοβλημένη ξανακουλουριάστηκε και το έπαιξε νεκρή... Τώρα πια όμως ήταν αργά... Ο γίγαντας έβαλε τα γέλια μαζί της και με το τεράστιο δάχτυλό του, τη σκούντηξε απαλά στα πλευρά, σα να της έλεγε "Έλα τώρα, άστα αυτά... μεταξύ μας είμαστε...". Ξαφνικά η μπουμπού θυμήθηκε την περήφανη φύση της και ξεκουλουριάστηκε... Κοίταξε τον γίγαντα ευθεία στα μάτια και του φώναξε με όση δύναμη είχαν τα μικροσκοπικά της πνευμόνια: "Σας παρακαλώ πολύ κύριε! Είστε αγενέστατος! Δεν είναι τρόπος αυτός να φέρεστε σε μια κυρία που μόλις γνωρίσατε! Σας απαγορεύω να μου φέρεστε έτσι!" και με περηφάνια του γύρισε την πλάτη, ή πιο σωστά τον έβαλε να κοιτάει τα πισινά της ποδαράκια και δίπλωσε τα μπροστινά της, χτυπώντας παράλληλα νευρικά τα 19 αριστερά της πόδια πάνω στο τραπέζι που την είχε ο γίγαντας... Αυτός προφανώς δεν κατάλαβε τι του είπε η μπουμπού, όμως βλέποντας αυτή της την αντίδραση, χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του και πλησίασε ύπουλα το φτεράκι για να τη γαργαλήσει κάτω από τη μασχάλη των μπροστινών της ποδιών, που και αυτό ήταν αδύναμο σημείο της μπουμπούς... Το ξαφνικό αυτό γαργαλητό, έστειλε τη μπουμπού ανάσκελα να πλαντάζει στα γέλια και να προσπαθεί να απωθήσει το φτερό με όλα της τα ποδαράκια, μάταια όμως... Δάκρυα τρέχαν από τα μικρά της ματάκια και θα έσκαγε από τα γέλια αν δε γινόταν κάτι που τράβηξε την προσοχή του γίγαντα και σταμάτησε να την πειράζει με το φτερό...
Καθώς η μπουμπού κούναγε όλα της τα πόδια, η μυρωδιά από τα 4 δεξιά και τα 8 αριστερά πόδια, έφτασε στη μύτη του γίγαντα που ξαφνιασμένος, ξέχασε τους καλούς κατά τ'άλλα τρόπους του και έπιασε τη μύτη του παίρνοντας μια έκφραση όπως αυτή που παίρνουμε όταν ανοίγουμε μια κατσαρόλα που βαρεθήκαμε να πλύνουμε και την αφήσαμε με αποφάγια για κανά δυο βδομάδες, έξω από το ψυγείο, καλοκαιριάτικο... Η μπουμπού, που σε εκείνη τη φάση είχε ξεχάσει πως είναι μια κυρία και απολάμβανε σα μικρό παιδί το γαργαλητό της, μη νοιώθοντας αίφνης το φτερό πάνω στην κοιλιά της, γύρισε με τα δακρυσμένα από τα γέλια ματάκια της, να κοιτάξει τι έπαθε ο γίγαντας και δεν τη γαργαλούσε πια... "Μα όχι, όχι, μη σταματάτε τώρα που γνωριστήκαμε..." ξεκίνησε να του λέει, μα βλέποντας την έκφραση του γίγαντα, κατάλαβε τι είχε συμβεί και η ντροπή τη χτύπησε κατακούτελα...
Μεμιάς της ήρθαν πάλι στο μυαλό όλα τα βάσανα και οι εξευτελισμοί που είχε υποστεί τον τελευταίο καιρό από τη μικρή σαρανταποδαρουσοκοινωνία, και τα δάκρυα από το γέλιο μετατράπηκαν εν ριπή κεραίας, σε δάκρυα λύπης ενώ το γέλιο έγινε σπαραχτικό κλάμα και ντροπιασμένη η μικρή μπουμπού, μάζεψε όλα τα ποδαράκια της κάτω από την κοιλιά της... Κουλουριάστηκε κι έμεινε εκεί να κλαίει γοερά...
Δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί να κλαίει, ακούγοντας μέσα από το κλάμα της, το γίγαντα κάτι να χαρχαλεύει ψάχνοντας, όμως κάποια στιγμή ένοιωσε το γίγαντα να προσπαθεί απαλά να την ξεκουλουριάσει... Αντιστάθηκε με μανία, μη θέλοντας να εκθέσει πάλι τα 4 δεξιά και 8 αριστερά μικρά της βρωμοποδαράκια. Ο γίγαντας προς στιγμή σταμάτησε, την κοίταξε στα μάτια με ένα πολύ ευγενικό και γλυκό βλέμμα και από την έκφρασή του κατάλαβε πως της ζητούσε συγγνώμη και την παρακαλούσε να τον αφήσει να τη βοηθήσει... Μια σπίθα ελπίδας έλαμψε στο προσωπάκι της μπουμπούς και το φώτισε και πάλι... Δειλά, δειλά, ξεκουβαριάστηκε και ξάπλωσε ανάσκελα για ν'αφήσει τον γίγαντα να κοιτάξει τα ποδαράκια της... Διπλώνοντας όλα τα καλά της πόδια και προεκτείνοντας μόνο τα 4 δεξιά και τα 8 αριστερά, αν και τώρα ήταν 4 αριστερά και 8 δεξιά, όπως κοιτούσε ο γίγαντας...
Αυτός έδειξε να καταλαβαίνει και της έκανε ένα νόημα να μη φοβάται και πως όλα θα πάνε καλά... Πήρε ένα μπουκαλάκι, που στα μάτια της μπουμπούς έμοιαζε τεράστιο, έριξε λίγο από το υγρό του πάνω σε μια μπατονέτα (καλά η μπουμπού δεν ήξερε πως είναι μπατονέτα, αλλά το ξέρω εγώ...) και άρχισε να της αλείφει τα βρωμοποδαράκια με προσοχή, ένα, ένα... Η μπουμπού γαργαλιόταν λιγάκι πάλι, αλλά ήξερε πως έπρεπε να μείνει ακίνητη για να διευκολύνει τον καλό γίγαντα...
Ε τα υπόλοιπα μπορείτε να τα φανταστείτε... happy ending κλπ... άμα φτάσατε ως εδώ είστε ήρωες btw... πρέπει να με αγπάτε πολύ... Τέσπα... η μικρή μπουμπού σας ευχαριστεί που ακούσατε την ιστορία της και το ίδιο κι εγώ... φιλάκια τώρα και ξέρετε... πλένουμε κανά ποδαράκι που και που, μην κυκλοφορούμε με το χλίπι, χλίπι στα δάχτυλα των ποδιώνε... Φιλάκια...


PS Αφού πόσταρα τη "Μικρή μπουμπού!..." πέρασα την καθημερινή μου περατζάδα από τα αγαπημένα μου blog και φτάνοντας στης joan, είδα πως το τελευταίο της ποστ τελειώνε με την ίδια φράση που αρχίζει το δικό μου... χτύπα τα πόδια σου κινέζα κλπ... έμεινα ψιλομαλάκας... γεια σου ρε joan :D συντονιστήκαμε χεχεχε φιλάκια

Tuesday, May 22, 2007

Ιαχές...

Γεμισμένα όπλα περιμένουν δάχτυλα να τους χαϊδέψουν τις σκανδάλες. Μάταια κλαίνε μάτια που έκλεισαν παντοτινά. Μάταια και οι φωνές που σίγησαν για πάντα, ουρλιάζουν για ζωή. Θα βρίσκονται πάντα τα χέρια που θα πατάνε τις σκανδάλες.
Ο ορισμός της αρνητικής επίσπευσης του καταχθόνιου εμπρησμού της σκέψης, έρχεται να σου ανατρέψει το μυαλό, υπάγοντάς σε, σε αναδρομικά εγχειρίδια διεξοδικής οδύνης, διασυρμού. Μαχόμενος ακόμη, υποκύπτεις στην καταχνιά της σκέψης μου και προσπαθώντας να πετάξεις προς το φως, δε βλέπεις τα δίχτυα που απλώσανε περίτεχνοι ψαράδες ελευθερίας.
Αφρικανικά κύμβαλα ακούγονται να πλησιάζουν. Μαύρα κορμιά και πρόσωπα, βαμμένα με χρώματα της μάνας γης, έρχονται οπλισμένα και αιμοσταγή. Τα δόρατά τους κραδαίνουν. Τις ασπίδες τους σείουν και οι φωνές τους βροντούν ρυθμικά, σε σκοπούς μυστικούς που αναπτερώνουν το ηθικό τους και καταβαραθρώνουν των αντιπάλων τους.
Βίαια χρώματα πληγώνουν τα μάτια σου και κλαίνε αίμα και ανθρώπινο πόνο. Κι όμως! Λουλούδια ανθίζουν σε πείσμα του καιρού και του εδάφους του άγονου. Λουλούδια που πρέπει με εκπαιδευμένο μάτι να κοιτάξεις για να δεις. Λουλούδια που δίνουν ελπίδα ζωής και καλύτερης τύχης.
Πιάσε τις στάλες της αυγής, αυτές που κολλάνε στα πράσινα φύλλα. Νοιώσε την ανάσα τους. Την ανάσα των πράσινων φύλλων που διψούν για ζωή και χαρά. Ανάσανε μαζί τους κι όταν πιάσεις την αναπνοή σου, με ένα τρανό ουρλιαχτό γκρέμισε τους τοίχους που σε χωρίζουν από τη ζωή σου και τη ζωή μου.
Αγάπα και όλα θα πάνε όπως τα θέλουμε...

Monday, May 21, 2007

Αυτόματα όμματα...

Oki doki... μετά το προηγούμενο κειμενάκι λοιπόν που είπαμε έτσι τα τετριμμένα μας... ας μαλακιστούμε λιγάκι περαιτέρω προσπαθώντας να αυτοσχεδιάσουμε για άλλη μία φορά, μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων είτε το θέμα, είτε και το αποτέλεσμα... (γιατί μιλάς σε πρώτο πληθυντικό ρε μαλάκα? είσαι εντελώς psycho? Ναι ρε τσεκλεντέ... είμαι...)
Υπερπληθώρα εντυπώσεων ταλανίζει το ατάλαντο μυαλό μου. Τα βασανισμένα χέρια της θεάς, προσπαθούν με κόπο να αποτρέψουν τις αδιάλειπτες επιθέσεις ασεβών εντόμων που ζουζουνίζοντας πηγαίνουν και την τσιμπούν.
Ένα ένα τα εκατόν πενήντα τρία δάχτυλά της, ανοίγουν σε μια παγκόσμια μούντζα κατευθυνόμενη προς τους πάντες. Ο διπλανός χρυσελεφάντινος κρετίνος, μένει με το στόμα ανοιχτό και τη μουσούδα του να έχει πάρει μια έκφραση ηλιθιώδους απορίας. Αεροπλάνα πετούν πάνω από λιβάδια πράσινα και καφέ, εκχερσωμένους τόπους, βουνά και λαγκάδια. Όπως κάθε μέρα.
Αυτά σου τα μάτια με κοιτούν και μου μιλάνε. Μη με ρωτάς το πως. Μου λένε λόγια πρόστυχα, και τραγουδούν χορεία σε γλώσσες ακαταλαβίστικες. Τα μάγουλά σου φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν σε μια μάταιη προσπάθεια εκφοράς λόγου, μα το μόνο που ακούω είναι ξεφυσήματα και άναρθρες κραυγές. Όσο περνάει ο καιρός, όλο και πιο πλαδαρός γίνεσαι. Προγούλια και πεσμένα κρέατα, προβάλουν κάτω από τις αποτυχημένες σου προσπάθειες να κρύψεις τη γύμνια σου, προσπάθειες που αυθαίρετα ονόμασες ρούχα.
Τα δόντια σου σαπίζουνε και πέφτουν, σα χρεοκοπημένες κυβερνήσεις, ώπα είναι από άλλο τραγούδι αυτό, βρες κάτι άλλο... εεεεε τα δόντια σου σαπίζουνε και πέφτουν, η οργή μου από πάνω σου πλανιέται, όπως ένα γεράκι με γαμψά τα νύχια και οδηγό την πείνα και το ένστικτο, την πείνα τη δική του και των παιδιών, σε καταδιώκει. Ψάχνεις την ποντικότρυπά σου να κρυφτείς, μα ο πανικός σου σ'έχει τυφλώσει. Αποπροσανατολισμένος και θλιβερός, ιδρώνεις και το σάλιο στεγνώνει στις άκρες των χειλιών σου.
Αυτόν τον αγώνα δε θα τον κερδίσεις. Είναι χιλιάδες οι στρατιές των πεινασμένων κι εσύ είσαι απλός ένα γεύμα με πόδια. Τρέξε αν το θες, μα το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να σε βρουν πιο εύκολα, από την κίνησή σου την άτσαλη και τη μυρωδιά σου που παραπέμπει σε φόβο.
Τρομακτικά εδώλια και κατηγορούμενοι που πασχίζουν να πουν το πιο αληθινό ψέμα που φαντάστηκαν μηχανοράφα μυαλά. Η αλήθεια δε θα τους σώσει. Ο πόνος τους δε θα τους σώσει. Η ανθρωπιά των κατηγόρων τους είναι μια πλάνη. Οι απάνθρωπες συνθήκες που τους ώθησαν, δεν αναγνωρίζονται από κανέναν. Μόνοι τους στέκονται τώρα σε ικριώματα στημένα σε κάθε γωνιά ελεύθερη.
Ο χώρος γύρω μου καμπυλώνεται και με παρασύρει σε ταξίδια στροβιλισμών σε άγονες ξέρες και χρόνους ατέλειωτους. Η γυμνή σου μορφή με έλκει και με προτρέπει να σταματήσω το ταξίδι μου. Αντιστέκομαι και δένομαι στην ύπαρξή μου, δένομαι στο όνειρο και το ταξίδι, δένομαι σε αυτά που θα συναντήσω σε κάποιο μέλλον, μα λίγο πριν χαθείς από τα μάτια μου σε φωνάζω να έρθεις κοντά μου αν το θες και η στιγμή που δίστασες, έγινε η αφορμή για να χαθούμε ξανά, μέχρι την επόμενη καμπύλωση που τυχαία θα μας φέρει αντιμέτωπους.
Ψυχοσωματικοί οι πόνοι σου, δε σε αφήνουν να περάσεις ούτε μια στιγμή ήρεμης ύπαρξης. Απόμερα κοιτάζεις τα σκουπίδια σε σωρούς να μαζεύονται, γελώντας και παίζοντας με τους γλάρους που ξέπεσαν και τρέφονται με σάπια ακίνητα απορρίμματα, αντί να κυνηγούν τα ψάρια και τα καΐκια που σκίζουν τις θάλασσες.
Ο μπάρμπα-Νικόλας θα συνεχίσει να ξεμπλέκει και να μπαλώνει τα δίχτυα του. Θα συνεχίσει να έχει το βλέμμα το παιχνιδιάρικο και πονηρό και να πειράζει τις τουρίστριες, το βλέμμα που όταν είναι στ'ανοιχτά χάνεται. Το βλέμμα που έχει μέσα του τη γνώση της πόρνης θάλασσας, της μοναδικής πόρνης γυναίκας που σέβεται κι έχει μάθει ν'αγαπά. Ο μόνος καθρέφτης που κοίταξε ποτέ, θα παραμείνει κρυμμένος από τα μάτια του κόσμου γιατί είναι μέσα του. Μονάχα η θάλασσα και η αρμύρα θα έχουν ποτέ καθρεπτιστεί εκεί. Μονάχα η τελευταία του ανάσα θα τον σπάσει. Εφτά χρόνια γρουσουζιάς, θα ξεχυθούν τότε σαν ερινύες κατά πάνω σου. Οι λιτανείες σου δε θα σε σώσουν. Τα όψιμα δάκρυά σου δε θα σε σώσουν. Οι προσευχές σου δε θα εισακουστούν. Είσαι μόνος σου απέναντι στον εαυτό σου. Μάντεψε ποιος θα χάσει.
Η σκέψη μου ταξιδεύει στο πλάι σου. Πρόσεχε μη γίνεις κι εσύ ένα σκουπίδι γιατί με σκουπίδια δεν τρέφομαι. Θέλω το θήραμά μου ζωντανό.

Γαμημένη Κυριακή...

Που και που σκάει μια μέρα που ξυπνάω και είμαι σκατά κι απόσκατα... Το κακό με αυτές τις μέρες είναι που δεν ξέρεις τι σκατά σου φταίει κι είσαι σα μουνί καλλιγραφίας που λέει κι ο σοφός λαός...
Ξυπνάς, πας για το πρωινό κατούρημα, μουδιασμένος, το καβλί σου με δυσκολία ανταποκρίνεται στο κάλεσμά σου, σημαδεύεις με δυσκολία, τον τινάζεις και πας να πλύνεις μουρίτσα... Σαπουνάκι στο χεράκι και σηκώνεις τα μπιρμπιλωτά ματάκια στον καθρέπτη... καθρέφτη... whatevah... Η φάτσα σου σε κοιτάει με το βλέμμα του σκουμπριού. Δε γουστάρω τίποτα σήμερα σου λέει... Ωχ, τον ήπιαμε...
Ξεκινάω... Αμάξι, μουσική, όλα σου τη δίνουν, αλλά όχι με τρόπο που να σε κάνουν να θες να τερματίσεις ζωές και να βιάσεις κωλοτρυπίδες... οοοοοχι φίλε μου... σου τη σπάνε με τον τρόπο που σε κάνει να θες να πας σε μια γωνιά και να λουφάξεις και να μη μιλάς σε κανέναν, να μη σε βλέπει κανένας και να κάτσεις εκεί να πεθάνεις...
Στη διαδρομή λοιπόν περνάνε τόσα από το μυαλό και τίποτα δε μένει... Μαύρες σκέψεις που σε διαβρώνουν συνεχώς... Δε θέλω να πάω πουθενά. Θέλω να κάτσω και να λιώσω το μυαλό μου να μη σκέφτεται... Θέλω να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ, αρκετές ώρες, ώστε όταν ξυπνήσω, όλα να έχουν περάσει και να είμαι πάλι καλά...
Αρχίδια μάντολες... Πρέπει να πας, εκεί που πρέπει να πας... και τι να κάνεις? Πας...
Για κάποιο λόγο, η δική σου σκατοδιάθεση πλανιέται στον αέρα, οι υπόλοιποι τη ρουφάνε εν αγνοία τους και τους δηλητηριάζει κι αυτούς... Το κλίμα σκατεύει σύντομα και ένας έντονος ηλεκτρισμός στατικός, περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να ξεσπάσει η σπίθα.
Οι χρόνοι κάθονται με το χειρότερο τρόπο. Έχεις ώρα στα χέρια σου για να σκοτώσεις και παρόλο που δεν ξέρεις τι θες, ξέρεις πολύ καλά τι ΔΕ θες... Να έχεις ώρα για σκότωμα είναι αυτό που σε καμία μα καμία περίπτωση δε θες... Για κανένα λόγο....Σου φαίνεται πιο εύκολο να σκοτώσεις την πάρτη σου παρά την ώρα που έχεις στα χέρια σου... Με χίλια ζόρια, βασανιστικά περνάει κι αυτή η γαμημένη ώρα... Έχεις να πας και κάπου αλλού. Δε γούσταρες με τίποτα αλλά έχεις να πας κι εκεί. Κάθε κουβέντα, κάθε συνδιαλλαγή, είναι ένας εν δυνάμει συναισθηματικός πυροκροτητής. Περιμένει μόνο το δικό σου ελάχιστο ΟΚ και θα τα τινάξει όλα στον αέρα...
Εδώ είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα εμπειρίας. Πόσο καλά σε ξέρεις? Πόσο καλά ξέρεις αυτές τις φάσεις? Πόσες φορές τις έχεις περάσει? Πόσες φορές τα έχεις σκατώσει? Αλλά και πόσο αποφασισμένος είσαι να μην τα σκατώσεις σήμερα... Εννοείται πως μικρομαλακίες μεγεθύνονται, κάτω από το φακό του μη ψύχραιμου ψυχισμού σου... Αν είσαι γκόμενα, μάλλον τον έχεις ήδη πιει... Έρχεται λοιπόν η μικρομαλακία που σε κάνει να θες να δημιουργήσεις σκηνή και να ουρλιάξεις, χωρίς λόγο. Μάλλον είναι η ανάγκη σου να βγάλεις ατμό για να μη σκάσεις.
Οκ δεν το κάνεις. Όχι αυτή τη φορά. Τη σκαπουλάραμε και σήμερα... Πάμε γι'άλλα. Θα μου φύγει η μαλακία, θα μου φύγει η μαλακία, θα μου φύγει η μαλακία... το λες μερικές φορές να το πιστέψεις. Να πάρεις κουράγιο από την εσωτερική σου φωνή. Μπαίνεις στο τριπάκι της αυτοΐασης. Πετυχαίνει. Χαμογελάς. Συνεχίζεις.
Κοιμάσαι και ξυπνάς την επόμενη μέρα. Όλα θα πάνε καλά σήμερα. Γαμιέσαι εαυτούλη μου, αλλά παράλληλα μερικές φορές με βγάζεις ασπροπρόσωπο... Ειδικά όταν αποφεύγεις τα ξεσπάσματα της μαλακίας... Πολύ σε πάω. Φιλάκια μου. Καλημέρες μου, καλησπέρες μου και καληνύχτες μου. Με γουστάρω ώρες ώρες. Είμαι γαμώ τα παιδιά.
Ε, άμα δε μου το πω εγώ, ποιος θα μου το πει? (οι άλλοι βρε μαλάκα.... ναι αλλά πρέπει να μου το λέω κι εγώ γιατί άμα μου το λένε μόνο οι άλλοι και δε μου το λέω εγώ, είναι σα να μη μου το λέει κανείς... με πιάνς?)
Πάμε το επόμενο...

Thursday, May 17, 2007

Βόλτες στη θάλασσα...

με ποιους είσαι? Με μας, ή με τους άλλους? Με σας! Με σας! Εμείς είμαστε οι άλλοι! Μπαμ μπαμ μπαμ! Άμα γουστάρεις ντε και καλά να βρεις το λόγο να τσαμπουκαλευτείς, είναι πολύ εύκολο και καμία λογική αντιμετώπιση δε σε σταματά.
Σταμάτα, σταμάτα. Η όχθη έρχεται όλο και πιο κοντά. Τα φύκια με τυλίγουν καθώς οι προπέλες δημιουργούν στροβιλισμούς και μένα μ'έχεις δέσει από πίσω σου. τα κοχύλια περνάνε από κάτω μου και δεν έχω τη δύναμη να τα φτάσω. Τα νερά με παγώνουν και ο θυμός σου με καίει. Δίπλα μου τα δελφίνια ακολουθούν και τους φωνάζω μα δε με καταλαβαίνουν. Ίσως να φταίει η φωνή μου που σπάει. Ίσως κάτι άλλο.
Όταν απογοητεύομαι κοιτάω ψηλά τον ουρανό. Με ζαλίζει έτσι όπως γρήγορα κινούμαι στην πλάτη μου εναποθετημένος, όμως το γαλάζιο του που σπάει μόνο από μικρά άσπρα σύννεφα, με ηρεμεί. Που και που κάποιος ύφαλος μου σκίζει τις σάρκες. Γελάς με τις κραυγές μου και τα μάτια σου παίρνουν το χρώμα των κοκκινισμένων αφρών. Αν ήταν τα αρχαία χρόνια ο Ποσειδόνας ίσως έδειχνε έλεος στο μαρτύριο μου και με μεταμόρφωνε σε κάποιο ζούδι του νερού κι εσένα σε βύθιζε στον πάτο. Έχει πεθάνει όμως ο Θεός κι οι Νηρηίδες του πια δεν τραγουδούν τα τραγούδια του βάθους της θάλασσας.
Περιμένω να σαπίσει το σκοινί που με δένεις. Παρακαλάω να μη σαπίσω εγώ πριν απ'αυτό. Πεταλίδες κολλάνε στο σώμα μου και ψάρια τρέφονται από τις σκισμένες σάρκες μου. Κάποιο βράδυ που μεθυσμένος πάλι θα με σέρνεις στις θάλασσες ίσως χτυπήσεις κάπου και βρεθούμε μαζί στα βάθη, ένα ακόμη ναυάγιο της ζωής. Ενωμένοι τότε θα μείνουμε να γίνουμε το καινούριο σπίτι θαλάσσιων ζωών.
Κοράλλια και φύκια πολύχρωμα θα στολίζουν την όψη μας, ψάρια και οστρακοειδή θα τρέφονται πάνω μας, αυγά θα γεννιούνται στα σπλάχνα μας και νέα ζωή θα ξεπηδά από μέσα μας. Ίσως να είναι και η πιο ευτυχής κατάληξη, έτσι που φτάσαμε εδώ.
Μια μέρα κάποιος δύτης θα μας βρει τυχαία. Θα μας φωτίσει με το τεχνητό του φως. Θα μαγευτεί και θα κολυμπήσει εξερευνώντας μας. Τι όμορφα που θα'ναι. Εμείς θα τον κοιτάμε και αυτός δε θα το ξέρει. Θα φαντάζεται τόσα για τη ζωή μας και ίσως να φέρει κι άλλους να μας δουν. Εγώ επί τέλους θα γνωρίσω τον κόσμο που δε μ'άφησες ποτέ σου να γνωρίσω. Φοβούμενος να μην ξεμυαλιστώ και σε αφήσω μόνο σου στη μίζερη εγωπάθειά σου. Όχι, όχι, αγάπη μου μη με ακούς. Είναι ο θυμός μου που μιλάει. Είναι οι πληγές μου και το αίμα μου που με ζαλίζουν και λέω πράγματα που δεν πιστεύω αληθινά. Συγχώρα με αγάπη μου. Σύρε με λίγο ακόμη στη θάλασσα για να χαρείς. Εκεί στα δυτικά έχει κοράλλια κι ύφαλους πολλούς. Εκεί να με πας να ματώσω και να δω ξανά τα αφρισμένα κόκκινά σου μάτια.
Εκεί. Μήπως σταθούμε τυχεροί και ξεκινήσουμε τη νέα μας ζωή μαζί με φύκια κι άμμο. Τι όμορφος που είναι ο ουρανός. Αν βυθιστούμε θα μ'αφήσεις ν'αναπαύομαι ανάσκελα για την υπόλοιπη ζωή μας? Τα συννεφάκια τα λευκά πως θα μου λείψουν!


ΥΓ. Οκ, δέχομαι πως το κείμενο είναι αρκετά gay... Μερικές φορές μου βγαίνουν και τέτοια... Τέσπα... Ελπίζω να σας άρεσε πάντως ^_^

Wednesday, May 16, 2007

Καβάλα σε ένα χρονονήμα...

Ο χρόνος ήταν μια κλωστή. Χιλιάδες μικρονήματα που περιπλέκονταν μεταξύ τους, σχημάτιζαν το νήμα αυτό. Το έδεναν, το καθιστούσαν ανθεκτικό, του έδιναν τη μοναδική υφή του, το χρώμα του, τις ιδιότητές του. Κάθε τέτοιο μικρονήμα, αόρατο από μακριά, έπαιζε το ρόλο του. Για κάθε άνθρωπο υπάρχει τουλάχιστον ένα μικρονήμα.
Ανάλογα με τις επιλογές του μπορεί να μείνει καβάλα σ'αυτό το μόνο νηματάκι χρόνου, ή να αλλάξει και να καβαλήσει κάποιο άλλο. Το ταξίδι του εξαρτάται από την επιλογή ή τις επιλογές του. Το βάθος του μέσα στην κλωστή του χρόνου ως όλον, θα παίξει κι αυτό το ρόλο του στο τι είδους ζωή θα κάνει. Οι αλλαγές νημάτων, οι αποφάσεις του, θα τον διαμορφώσουν, θα τον κάνουν κάτι.
Ο κλωστή του χρόνου, φαίνεται σα μια κανονική κλωστή. Σα μια κλωστή από αυτές που η μαμά σου έραβε τα κομμένα κουμπιά από κάποιο πουκάμισο. Κι όμως η κλωστή αυτή έχει ιδιότητες μοναδικές... Για παράδειγμα είναι ατελείωτη... όσο και να ξετυλίξεις το κουβάρι της δε βρίσκεις άκρη. Συνεχίζει επ'άπειρον... Επίσης τα μικρονήματα που την αποτελούν έχουν κι αυτά μια φοβερή ιδιότητα... Αν ακολουθήσεις αρκετά κάποιο από αυτά, ή ακόμη κι αν αλλάζεις συνεχώς, έρχεται μια στιγμή που πέφτεις από πάνω του και πας στο πουθενά. Όποιος κι αν είσαι, όποιο νήμα κι αν έχεις καβαλήσει, όσες φορές κι αν άλλαξες το χρονονήμα σου, κάποια στιγμή, άγνωστο ποια, θα πέσεις από το νήμα σου και θα βρεθείς στο πουθενά... Το ίδιο πουθενά για όλους. Άδειο ή γεμάτο δεν το ξέρει κανείς που να είναι ακόμη καβάλα. Φαντάσου το όπως θες. Έχε στο νου σου όμως πως θα έρθει... Τι θα κάνεις λοιπόν? Θα μείνεις για πάντα πάνω στο ίδιο νήμα, ή μήπως θες να δεις τη θέα πάνω σε όσα περισσότερα νήματα γίνεται?
Διαλέγεις και παίρνεις... Μόνο διάλεξε γιατί ποτέ δεν ξέρεις που θα σε πετύχει αυτό το πουθενά... κι είναι κρίμα να σε πετύχει πριν να έχεις ευχαριστηθεί καβάλες σε χρονονήματα...


ΥΓ. Είναι κάποιος που με βλέπει από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα... ρίξε μια λέξη ρε φίλε... είμαι πολύ περίεργος :)

Tuesday, May 15, 2007

Παιδιά στο σιντριβάνι...

Σε μια τσιμεντούπολη, κλασική εκπρόσωπο του δυτικού σήμερα, ο ήλιος έκαιγε. Ήταν καλοκαίρι και ήταν 2 το μεσημέρι. Τα πάντα έμοιαζαν να λιώνουν και ν'ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο μιας μεγάλης λεωφόρου. Ένοιωθε τις σόλες από τα παπούτσια του να έχουν μαλακώσει. Σχεδόν σα να περπάταγε πάνω σε τσίχλες... Προχωρούσε με σκυμμένο το κεφάλι. Που και που σταγόνες από κάποια εξωτερική μονάδα κλιματισμού, έπεφταν στο κεφάλι του. Δεν έδινε σημασία.
Ζαλιζόταν από τη ζέστη και το καυσαέριο που ανέπνεε. Κοίταξε νωχελικά κάτι παιδάκια, αλλοδαπά του φάνηκαν, που παίζαν ημίγυμνα μέσα σε ένα σιντριβάνι. Το βλέμμα του πλανήθηκε λιγάκι στα πέριξ του σιντριβανιού και είδε κι άλλους ζαλισμένους πολίτες να κοιτάνε τα παιδάκια που παίζανε. Είδε στο βλέμμα όλων μια δόση ζήλιας. Ένας ένας όλοι τους, θα ήθελαν να είναι κι αυτοί παιδιά για να έχουν το ακαταλόγιστο, για να φαίνονται φυσιολογικοί όντας ημίγυμνοι μέσα σ'ένα σιντριβάνι στο κέντρο της πόλης.
Πήγε σε ένα περίπτερο εκεί κοντά και πήρε ένα μπουκάλι νερό. Ήπιε λίγο και έριξε στα χέρια του το υπόλοιπο προσπαθώντας να δροσίσει το σβέρκο του. Δεν έκανε καμία σχεδόν διαφορά. Ο ήλιος αμείλικτος. Τα καυσαέρια λειτουργούσαν με το μέρος του. Ένα τεράστιο καυτό μάτι που σε κοίταζε κι έλιωνες. Τα αυτιά του βουίζαν. Οι θόρυβοι σα να χάνονταν στιγμές στιγμές και το μόνο που άκουγε ήταν τα μηνίγγια του που πάλονταν στο ρυθμό της καρδιάς του που αγκομαχούσε να στείλει το αίμα σε όλο του το σώμα. Κι αυτός να φοράει κουστούμι γιατί είχε meeting.
Πήγε κάτω από ένα βρώμικο και θλιβερό δεντράκι, κάθισε στο παγκάκι και παρατηρούσε τα παιδιά και τους περαστικούς που κοίταζαν με ζήλια. Που και που κάποιος περαστικός βρεχόταν λιγάκι από τα νερά που πετάγονταν καθώς οι πιτσιρικάδες παίζανε. Οι περισσότεροι γελούσαν ή συνέχιζαν ελαφρώς αμήχανοι. Κάποιοι πιο ξινοί, ή πιο ζηλιάρηδες, τους έκαναν παρατήρηση με το δείκτη του χεριού υψωμένο. Για καμιά ώρα σκεφτόταν. Ζύγιζε φάτσες, ζύγιζε συμβούλια, ζύγιζε τη δημόσιά του την εικόνα. Μετά ξάφνου θυμήθηκε... Θυμήθηκε τον εαυτό του πιτσιρικά. Θυμήθηκε το ζώο μέσα του που δε χαμπάριαζε από meeting και ισολογισμούς, δε χαμπάριαζε από κουστούμια και δερμάτινα παπούτσια, δε χαμπάριαζε από τα τυχόν αρνητικά σχόλια, ή τα επιτιμητικά βλέμματα... χαμπάριαζε μόνο από την αφόρητη ζέστη...
Χαλάρωσε τη γραβάτα του, έβγαλε τα παπούτσια και το σακάκι, έβγαλε το πουκάμισο, δίπλωσε το παντελόνι του προς τα πάνω μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο και προχώρησε προς το σιντριβάνι. Οι πιτσιρικάδες τον είδαν έτσι βλοσυρό και αποφασισμένο και κάποιοι μάλλον φοβήθηκαν και βγήκαν έξω. Οι άλλοι σταμάτησαν να παίζουν και έτοιμοι να τραπούν σε φυγή περίμεναν να δουν τι θα έκανε αυτός ο παράξενος μεγάλος...
Φτάνοντας ένα βήμα πριν το σιντριβάνι κάθε τελευταία αμφιβολία έφυγε από μέσα του. Μύρισε το νερό και το κοιμισμένο παιδί άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε ένα από τα παιδιά στα μάτια που φαινόταν να είναι ο αρχηγός της παρέας. Μπορώ να παίξω μαζί σας? τον ρώτησε. Ο πιτσιρικάς για λίγο φάνηκε να εκπλήσσεται. Μετά θυμήθηκε πως είναι ο αρχηγός και ο δισταγμός δεν ταιριάζει στους αρχηγούς. Μισό, του είπε. Παιδιά έχετε πρόβλημα να παίξει ο κύριος μαζί μας? Όχι αλλά να βγάλουμε καινούριες ομάδες του είπε κάποιος. Έτσι δεν πάει. Καλά καλά, έλα μέσα...
Έφυγε το βράδυ κατά τις 8. Τα ρούχα και τα παπούτσια του που είχε αφήσει στο παγκάκι είχαν κάνει φτερά. Δεν τον ένοιαξε. Δεν τον ένοιαξαν ούτε τα περίεργα βλέμματα των περαστικών. Τον πείραξε μόνο που η ομάδα του έχασε. Αύριο το απόγευμα θα τους σκίσω, σκέφτηκε και έσφιξε τα δόντια του. Αύριο θα δείτε...

Monday, May 14, 2007

Μικρά και όπως μου'ρχονται...

Στιλβωμένοι τενεκέδες χτυπούν με θόρυβο κατρακυλώντας απύθμενα φαράγγια. Πέτρες και χώμα κάνουν το χρώμα τους λιγότερο φανταχτερό, γεμίζουν τα τοιχώματά τους βαθουλώματα και την πρότερη ατσαλάκωτη εικόνα τους την τσαλακώνουν.
Ανέβηκα πάνω στο δέντρο και προσπαθούσα να κόψω κεράσια από τα κλαδιά. Τα πιο ώριμα και κόκκινα φαίνονταν να είναι πάντα στα πιο απομακρυσμένα κλαδάκια. Τα πιο τρυφερά. Απαιτούσαν παρακινδυνευμένα σκαρφαλώματα προκειμένου να καταλήξουν κομμένα στα χέρια μου. Θυμάμαι όσο πιο μικρός ήμουν, τόσο πιο εύκολα έπαιρνα την απόφαση να φτάσω σ'αυτά τα απομονωμένα κλαριά. Θυμάμαι πως δεν κοιτούσα ποτέ το χώμα από κάτω. Θυμάμαι να τα φτάνω μ'ευκολία και άνεση που θα ζήλευε ακόμη κι ένας ακροβάτης. Όσο μεγάλωνα σκεφτόμουνα τον κίνδυνο όλο και πιο πολύ. Μια μέρα έστρεψα το βλέμμα προς τα κάτω, για ν'αντικρύσω με φρίκη την απόσταση από το έδαφος. Κάνοντας μια προβολή στο χρόνο φαντάστηκα τα κλαδιά να υποχωρούν κάτω απ'το βάρος μου κι εμένα να πέφτω με θόρυβο πάνω στο σκληρό χώμα με τις πέτρες. Φαντάστηκα θάνατο, αναπηρία, πόνο. Με τρόμο κατέβηκα από το δέντρο και δεν ανέβηκα ποτέ ξανά. Αν θέλω κεράσια πάω στη λαϊκή.
Ο γάτος της Σούλας, όποτε με έβλεπε καμπούριαζε και θυμωμένα έβγαζε εκείνο το τσιριχτό που κάνουν οι γάτες με όρθιο το τρίχωμα όταν στριμώχνονται για τα καλά και ετοιμάζονται να επιτεθούν για να υπερασπιστούν τη ζωή τους, ή αν πας να πειράξεις τα μικρά τους. Τώρα να μπέρδευε τη Σούλα με τα μικρά της, κομμάτι δύσκολο το βλέπω. Ίσως η Σούλα ήταν όλη της η ζωή... Χεχε, κι εγώ αυτό νόμιζα για τη Σούλα μέχρι που ένα βράδυ γνώρισα τη Λόλα (να ένα μήλο...)
Απαράμιλλες ενώσεις φθοριζουσών ενώσεων, κάτω από στρώματα σκοτάδι. Σιγά σιγά το τρυπούν και το φθείρουν. Σιγά σιγά βγαίνει προς τα έξω μια μικρή αχτίδα. Σιγά σιγά θα προχωρήσουμε να βγούμε από τη σκουληκότρυπα που μας πετάξαν, τότε στην αρχή. Ανέμελα, θα τραγουδήσεις πάλι κι εγώ από δίπλα θα σε ακούω και θα νοιώθω ασφάλεια και χαρά, με ένα χαζό χαμόγελο κολλημένο στα χείλη κι ένα τσιγάρο που θα καίγεται ακάπνιστο στα χέρια μου, καθώς δε θέλω ν'αποσπάσει τίποτε την προσοχή σου. Βράδυ θα είναι και θα ήμαστε κάτω από έναστρο ουρανό, ξαπλωμένοι στο χορτάρι, δίπλα σε μια μικρή λιμνούλα. Τα φώτα του πολιτισμού τους θα είναι μίλια μακριά μας...
Ο χορός της σκόνης στο φως που διαγώνια έμπαινε από το τζάμι, έπιασε το βλέμμα μου κι έκατσα για ώρα να τον κοιτάω. Κοίτα να δεις πόσο όμορφα χορεύει η ύλη, δίχως καμία πρόβα, αυτοσχεδιάζοντας, δίχως καμία πρόθεση εντυπωσιασμού, μήτε σκοπό κανένα. Απλώς γιατί έτσι έτυχε να είναι η φύση (της). Ένα σύννεφο σταμάτησε το χορό το ίδιο απότομα, όσο απότομα υπέπεσε στην αντίληψή μου... κι όμως νομίζω πως ακόμη χορεύουν οι εκατομμύρια υλικές ψυχές. Απλώς εγώ δε μπορώ τώρα να τις δω. Μάλλον αυτό είναι που λένε: "Πρέπει να το δεις υπό το κατάλληλο πρίσμα". Ίσως πάλι όχι. Χεχ....
Φτερνίστηκε με δύναμη. Η Άνοιξη του έφερνε πάντα τις αλλεργίες του στο προσκήνιο. Συνέχισε να φτερνίζεται ξανά και ξανά. Έτρεξε προς το μπάνιο, προσπάθησε να πιάσει λίγο χαρτί να φυσήξει τη μύτη του. Πολύ αργά. Με ένα ακόμη δυνατό φτέρνισμα η μύτη του άνοιξε και σπλατ! (εξού και σπλατεριά...) το αίμα του τινάχθηκε στα πλακάκια και τον καθρέπτη. Χμμμ, πίσω από τα σταγονίδια αίματος είμαι πιο όμορφος, σκέφτηκε και αυτοκτόνησε με λίγο χαρτί υγείας και ένα ανεπαίσθητο αχ...
Όμορφα είναι τα μαλλιά σου. Πολύ όμορφα και στην αφή μα και στην όψη. Η μυρωδιά τους με ταξιδεύει και μου αρέσει να τα χαϊδεύω και να σε παρατηρώ. Με κάθε φύσημα του ανέμου που επιφέρει μια αλλαγή στα μαλλιά σου, ανάλογα με το κατά πως θα κινηθούν ξέρω πως νοιώθεις. Περίεργο δεν είναι? Κι όμως, σε κάθε σκίρτημά τους ξέρω πιο σκίρτημα της καρδιάς σου ευθύνεται. Σου το πα... μ'αρέσει να παρατηρώ ανθρώπους. Τους αγαπάω. Μα είναι ερώτηση αυτή? Φυσικά και ναι! Άνθρωπος δεν είσαι κι εσύ? Μα τι έγινε? Τι την πείραξε κι έφυγε? Χμμμ αυτή την αλλαγή της κόμης δεν την είχα ξαναδεί. Μπορεί να φταίει η υπερβολική υγρασία, ή ίσως είμαι κουρασμένος. Περίμενέ με έρχομαι. Τι όμορφα που είναι τα μαλλιά σου!
Σεντόνι τέλος...

Αηδιαστικά χαρούμενος...

Ημερωμένα ηλιοβασιλέματα, κόκκινα χρώματα που στο βάθος μπλεδίζουν. Ώρες που περνάνε τόσο γρήγορα που δεν καταλαβαίνεις τι έγινε. Η ζωή σε υψηλές ταχύτητες.
Ένας μύθος θέλει ένα βασιλιά να ζητάει από τους σοφούς να του φτιάξουν μια μηχανή που να μεγαλώνει τη μέρα, ώστε οι δούλοι να δουλεύουν (προφανώς...) περισσότερες ώρες. Κανείς δε βρήκε κάτι μέχρι που ένας έξυπνος τύπος έφτιαξε έναν τροχό δύσκολο στο να γυρίσει και είπε στο βασιλιά πως του έφτιαξε τη μηχανή που ζητούσε, όμως για να δουλέψει έπρεπε να γυρίζει τον τροχό ο ίδιος ο βασιλιάς... Φαντάζομαι καταλάβατε τι παίχτηκε...
Σήμερα είναι μια από αυτές τις μέρες που έχω την αντι-περίοδο... Το αντίθετο της περιόδου δηλαδή και αντί να μου τη σπάνε όλοι και όλα, αγαπάω όλον τον κόσμο και τέτοια...
Έλα να γιορτάσουμε μαζί στην αγκαλιά του χρόνου τη μικρή μας ύπαρξη. Αυτό το είναι που δε θα'ναι για πολύ και που ποτέ κανείς δεν το κατάλαβε κι ας ξέρει πως υπάρχει κι είναι. Είσαι κι εσύ για λίγο, για τόσο όσο χρειάζεται για να καταλάβω πως είσαι.
Γλυκανάλατες γραμμές εμφανίζονται και σβήνονται πάλι από το χέρι το ίδιο που τις έγραψε, γεννήτορας και δήμιος τους μαζί, καθορίζει την ύπαρξή τους...
Κάπου εδώ σταματάω γιατί βαρέθηκα να σβήνω γραμμές... καλημέρες σε όλους... με κίνδυνο να φανώ εντελώς αηδιαστικός και new age mothafuckah σας στέλνω θετική ενέργεια... όλα είναι όμορφα όταν ο χρόνος μοιάζει να θολώνει από την ταχύτητα... laterz....

Friday, May 11, 2007

Ξετυλίγω, άσε με...

Συνδυάζοντας όλη σου την αποτυχία την αλλοτινή, μαζί με την απελπισία της μη διεκπεραίωσης μηδενός θέματος και υποχρέωσης που είχες προγραμματίσει για κάποιο αύριο, σέρνεσαι πίσω από ενοχές και άγχη. Άγχη που δε θα είχες αν έκανες το αύριο σήμερα. Τίποτα δεν κάνεις όμως γι'αυτό...
Ανήσυχοι έρωτες πετούν ανάλαφρα πάνω από σκυφτά κεφάλια που αγνοούν την ύπαρξή τους. Αγνοούν εν γένει το ίδιο το πέταγμα, αγνοούν τα μαλλιά τα απαλά, τις μπούκλες της πρώιμης εφηβείας, που το θηλυκό εξελίσσεται σε αρσενικό, που θιγμένο από την κοροϊδία της διττής του φύσης, αρπάζει την άμαξα στα δυο του νευρώδη χέρια και με θυμό παιδικό την εξφενδονίζει κατά πάνω στους είρωνες. Αγνοούν ακόμη την ύπαρξη των ιδεών, αυτών που δεν έχουν κάποιο κέρδος ή ίδιον όφελος...
Έτσι μια ζωή σκυφτή περνούν και περπατούν τακτικά και στοιχισμένα προς το κενό μιας ύπαρξης ανούσιας. Κροκοδείλια δάκρυα, λόγια φανφαρόνων, πράξεις συμβολικές δήθεν, που αυτοσκοπό τους έχουν τη δημιουργία εντυπώσεων. Πότε θα τελειώσουν οι εντυπώσεις και θα αρχίσουν οι ουσιαστικές πράξεις άραγε? Θα ευτυχίσουμε να το βιώσουμε αυτό? Ή μήπως θα περάσει η ζωή μας όλη στην προσπάθεια να ξετυλίξουμε τα αμέτρητα στρώματα περιτυλίγματος από χρυσόχαρτο, περιμένοντας μάταια το ίδιο το δώρο της ζωής?
Θέλω παιχνίδισμα και ανωριμότητα να περιέχει το κουτί μου. Θέλω σα σε κινούμενο σχέδιο ένα ελατήριο με γάντι πυγμαχίας να ξεπεταχτεί και να μου δώσει μια, από κάτω απ'το σαγόνι, να πέσω αναίσθητος και να ονειρεύομαι. Ζαλισμένος, πονεμένος, μα και χαρούμενος όσο ποτέ, να μοιραστώ το δώρο μου με όλους. Για όλους έχω μια παιχνιδιάρικη μπουνιά που θα τους ρίξει αναίσθητους.
Μέχρι όλοι να είμαστε οι ίδιοι σφιχτοί σαν ένα χέρι κλειστό, σα δάχτυλα που σχηματίζουν ένα σώμα, μια γροθιά. Ξετύλιγε μέχρι να πεθάνεις και ίσως είσαι τυχερός... Ίσως φτάσεις στο δώρο σου. Μόνο ξετύλιγε χωρίς σεβασμό στο περιτύλιγμα... Αλλιώς δε θα προφτάσεις, ούτε θα ευχαριστηθείς το δώρο σου... κι ακόμη κι αν το ξέρεις πως επίκειται της γροθιάς το χτύπημα, μη λακκίσεις... Δέξου το με θάρρος και παιχνιδιάρικη εφηβική καρδιά...
Τώρα τσίμπα ένα αρχίδι και άσε με... ξετυλίγω....

Ταξίδι προς τη λύτρωση...

Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν αυτή... Αυτή που εδώ και ένα χρόνο, συνειδητά την απέφευγε. Προσπαθούσε να τη βγάλει από τη ζωή της και τη σκέψη της, προσπαθούσε και να της δώσει να καταλάβει πως δεν είναι όλα εντάξει πια. Πως δε φτάνει που τη γέννησε. Δεν είσαι μάνα, ή πατέρας απλώς και μόνο επειδή γέννησες ένα παιδί. Ο τίτλος αυτός δεν είναι προνόμιο, κατακτιέται, δε χαρίζεται... ή έτσι θα έπρεπε να είναι... Πλέον το είχε εμπεδώσει αυτό και έκανε πράξη τη θεωρία...
Δεν ήταν εύκολο. Τη βασάνιζε η σκέψη, το σκεφτόταν, αλλά κάθε φορά μαζί με τη σκέψη της ευθύνης έναντι στο γονιό, αυτή τη χριστιανική εντολή σεβασμού και αγάπης υποχρεωτικής, ερχόταν στο μυαλό της και το τσάκισμα των φτερών της, οι συνεχείς και ασταμάτητες αναιρέσεις της και ο παρολίγον πνευματικός ευνουχισμός της, οι ενοχές που την κυνηγούσαν πάντα, τα προβλήματα στις σχέσεις της με τους εραστές της. Όλα αυτά τα ψυχολογικά που της προκάλεσαν.
Το συζητούσε με έναν φίλο, το συζήτησε και με ψυχολόγο, ήρθε η ώρα να κάνει τη ρήξη της. Τους απεμπόλησε από τη ζωή της και περίμενε... Περίμενε το τηλέφωνο να χτυπήσει και να ακούσει αυτό που άκουσε... Δεν το ήξερε συνειδητά πως περίμενε κάτι... κι όμως το περίμενε... "Αγάπη μου, μας λείπεις. Θέλουμε να έρθεις από εδώ να τα πούμε. Συζητάω με τον πατέρα σου όλα αυτά που γίνονταν όταν ήσουν πιο μικρή και πως σου φερθήκαμε. Σε παρακαλώ, έλα από εδώ να τα πούμε"... και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε και για πρώτη φορά θα τους μίλαγε εντελώς έξω από τα δόντια. Για πρώτη φορά δε θα πέρναγε τίποτα την ψυχική της άμυνα, μόνο θα έβγαζε από μέσα της τα άπλυτα χρόνων ολόκληρων, μιας ζωής ολόκληρης...
Μίλησε μια τελευταία φορά με τον ψυχολόγο της, της επιβεβαίωσε κι αυτός πως πρέπει επιτέλους να γίνει αυτή η ρήξη που έπρεπε να έχει γίνει από χρόνια. Βγάλε τις ενοχές από μέσα σου, πες ό,τι δεν είπες τόσα χρόνια που έκανες μια ανούσια υπομονή. Πρέπει να τελειώνεις με αυτήν την εκκρεμότητα...
Έκλεισε εισιτήριο για το ΚΤΕΛ, μπήκε στο πούλμαν και ξεκίνησε... Στη διαδρομή σκεφτόταν τι θα πει. Πως θα ξεκινήσει, τις πιθανές απαντήσεις και αρνήσεις ευθυνών, τη δική τους αντίδραση. Σενάρια επί σεναρίων, παρέλαυναν μπροστά της. Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν ένας φίλος της. Τι λέει? Ξεκίνησε να του λέει που ήταν και που πήγαινε... Την άκουσε προσεκτικά, χαμογελούσε πίσω από το ακουστικό του τηλεφώνου, αλλά φοβόταν και λιγάκι μην πάει με μόνο οδηγό το συναίσθημα... Ψυχραιμία της λέει, μην αρχίσεις να φωνάζεις και να νευριάζεις γιατί θα χάσεις το δίκιο σου. Σε θέλω ψυχρή εκτελεστή, θα πεις αυτά που θες να πεις, αλλά ήρεμα, χωρίς υστερίες και νεύρα, απλή καταγραφή, όσο γίνεται, όσο σε παίρνει. Όλα θα πάνε καλά. Σ'αγαπάω. Είμαι περήφανος για σένα, είσαι δυνατή και έχεις κάνει πολλά από το τίποτα... Είναι ελάχιστοι οι άνθρωποι σαν εσένα. Με ηρεμία και κοίτα μην πληγωθείς περισσότερο... Φιλιά και πάρε να μου πεις τι έγινε. Ό,τι χρειαστείς είμαι εδώ. Σ'αγαπάω... προχώρα!

Wednesday, May 09, 2007

Κορώνες...

Κορώνες... Κορώνες ψηλές, χαμηλές, χρυσές, πλουμισμένες με πετράδια λογής λογής...
Πάνω σε κεφάλια στέκονται και τα βαραίνουν. Όσο ο χρόνος περνά βαραίνουν όλο και περισσότερο και αντί να ομορφαίνουν τη ζωή των κεφαλιών την κάνουν ανυπόφορη... Πολλοί από κάτω, αυλικοί και κόλακες, απλοί πολίτες και σύνθετοι, κοιτάζουν την κορώνα και τη θέλουν στο δικό τους το κεφάλι.
Δεν ξέρουν. Κορώνες που κάνουν ζωές δύσκολες. Ζωές ανούσιες, άγευστων βασιλιάδων και βασιλισσών. Ανθρώπων που δεν ξέρουν να ζουν. Ανθρώπων που ζουν ένα πρωτόκολλο, καθημερινά χωρίς να έχουν το δικαίωμα στην παρέκκλιση. Εξουσίες, και αστραφτερά στολίδια, όμοια με τα καθρεπτάκια και τις χάντρες που δίναν οι κονκισταδόροι στους "αγρίους", μαζί με το νερό που καίει, για να ξεχνάνε τη μίζερη ζωή τους και το πώς αντάλλαξαν ουσία με στολίδια...
Ναρκωτικά βοηθάνε στην περίπτωση αυτή. Κάθε είδους ναρκωτικά, είτε ουσίες που κυλάν στο αίμα, είτε φαντασιώσεις που κυλάν στο πνεύμα. Φαντασιώσεις εξουσίας και μεγαλείου, πίστη πως σε αγαπάνε όλοι και πως είσαι σημαντικός, σφουγγοκωλάριοι να σε παρατρέχουν σε κάθε σου εμφάνιση, κόλακες να σου πιπιλίζουν τα αυτιά για ένα αποφάγι εξουσίας και δυο μανικετόκουμπα με έμβλημα σημαντικό κι αναγνωρίσιμο, ένα ρολόι με διαμάντια.
Ο λαιμός σου στρεβλός, και τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες τους, καθώς πιέζεσαι παιδιώθεν, με την κορώνα στο κεφάλι. Πόνοι σωματικοί και ψυχικοί, από μέσα το δηλητήριο κατατρώει το είναι σου και τα σωθικά σου, τα μαλλιά σου νεκρά μα λαμπερά απ'τις βαφές και τα παρφούματα, το δέρμα φολίδες φολίδες, κρυμμένες από στρώμα φτιασιδιών.
Άσε τις κορώνες... πιάσε μου το καβλί κι έλα να ζήσουμε...

Friday, May 04, 2007

Αναγέννηση (όχι καρδίτσας...)

Στο τέλος της πεδιάδας βράχια υψώνονταν σε τεράστιο ύψος. Φτάνοντας στη βάση τους και προσπαθώντας να δει ψηλά, ένοιωσε δέος. Συνειδητοποιώντας τη διαφορά μεγέθους του ανθρώπου με τη φύση. Μια σπηλιά σκοτεινή ανοιγόταν μπροστά του.
Επιτέλους έφτασε στην αρχή. Έκανε ένα τσιγάρο κρατώντας το κεφάλι του άδειο από σκέψεις. Άναψε ένα δαυλό (είχε σχεδιάσει την κατάβασή του να είναι όσο πιο μεσαιωνική), και προχώρησε μέσα στη σπηλιά με σίγουρο βήμα. Δεν είχε πει σε κανέναν πως θα πήγαινε εκεί. Ήθελε να το περάσει εντελώς μόνος. Μικρός θυμόταν τις ιστορίες που είχε ακούσει γι'αυτό το μέρος. Για φαντάσματα που σέρνουν τις αλυσίδες τους, για παράξενες εξαφανίσεις, για δολοφόνους που έβαφαν με αίμα τα τοιχώματά της και για τελετές σκοτεινών δοξασιών που άφησαν κραυγές και αγωνία να καταγραφούν στα πετρώδη τοιχώματα. Θυμάται να λένε πως κάθε που φύσαγε βόρια, ο αέρας χτυπώντας στα τοιχώματα της σπηλιάς, ανακαλούσε τις μνήμες της και σα σε γραμμόφωνο, ουρλιαχτά και κραυγές πόνου "έπαιζαν" ξανά, στη μνήμη κάθε θύματος της σπηλιάς.
Προχώρησε μέσα. Το φως από το δαυλό έκανε τις σκιές να χορεύουν χορούς μυστικιστικούς. Σταλακτίτες και σταλαγμίτες σχημάτιζαν συμπλέγματα φυσικής ομορφιάς που ξεπερνούσαν σε τέχνη και φαντασία ακόμη και τον πιο ταλαντούχο γλύπτη. Προχωρούσε για ώρα τώρα και δεν έβλεπε κάποιο τέλος.
Κάποια στιγμή η κλίση του εδάφους έγινε πιο απότομη. Με περισσότερη προσοχή πλέον συνέχισε. Ένα μικρό πλάτωμα του έδωσε τη δυνατότητα να σταματήσει για λίγο και να ξεκουραστεί. Ο δαυλός τρεμόπαιζε, σημάδι πως το παραφινέλαιο τελείωνε. Τον έσβησε για να γεμίσει το μπουκαλάκι με το παραφινέλαιο. Απόλυτο σκοτάδι. Απόλυτη σιωπή. Απόλυτη ηρεμία. Ομορφιά. Το σκοτάδι και η παντελής έλλειψη ήχων τον ταξίδεψαν.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα είχε περάσει μέχρι να επιστρέψει από το νοερό ταξίδι του. Σχεδόν με λύπη γέμισε το μπουκαλάκι και άναψε ξανά το φυτίλι. Το φως έστειλε σουβλιές στα μάτια του. Σηκώθηκε. Έπρεπε να φτάσει ως το τέλος. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τους παιδικούς του φόβους για το άγνωστο. Συνέχισε την κατάβαση. Ο διάδρομος ολοένα και στένευε... Πλέον κατέβαινε περπατώντας πλάγια με το δεξί του χέρι που κρατούσε το δαυλό μπροστά. Ένοιωθε την υγρασία να γίνεται όλο και πιο έντονη. Απότομα βγήκε από το στένωμα σε ένα πλατύ και ψηλοτάβανο άνοιγμα της σπηλιάς. Αυτό που είδε τον άφησε άφωνο. Ήθελε να κλάψει από την ομορφιά που αντίκριζε μπροστά του. Η σπηλιά είχε μέσα της μια φυσική λίμνη. Το ταβάνι του υψώνονταν δεκάδες μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Ένας τεράστιος σταλακτίτης είχε σχηματιστεί και η μύτη του κοίταζε σχεδόν το κέντρο της λίμνης κι έσταζε στάλα στάλα νερό. Πόσες στάλες, πόσους αιώνες να πήρε η φύση για να φτιάξει αυτό το θαύμα?
Με πόση υπομονή έσταζε τη ζωή της, την τέχνη της δημιουργίας, τη φαντασία της... Πόσο σοφή ήταν να κρύψει το έργο της από την κοινή θέα. Τέτοια όμορφα έργα θέλουν άξια μάτια να τα θωρούν, μάτια ζωντανά και όχι ράθυμα. Πλησίασε. Έκατσε στην άκρη της λίμνης, γδύθηκε και μπήκε σιγά σιγά στο παγωμένο νερό.
Αυτός που βγήκε από το νερό και αναδύθηκε στο στόμιο της σπηλιάς, ήταν ένας άλλος άνθρωπος... Ήταν ένας άνθρωπος που συνέχισε να διαδίδει ιστορίες για τον τάχα βίαιο βίο της σπηλιάς, για να αποτρέψει τους τουρίστες της ζωής να πλησιάσουν. Για να φτιάξει κι άλλα παιδιά με περιέργεια, παιδιά που να έχουν τη θέληση να κοιτάξουν το φόβο τους στα μάτια. Αυτά τα παιδιά μόνο αξίζουν μια τέτοια ανταμοιβή, σαν αυτή που κάποιος φοβισμένος άνθρωπος πήρε. Για να μη φοβηθεί ποτέ ξανά...

Wednesday, May 02, 2007

Λαβύρινθος...

Δαιδαλώδεις διάδρομοι. Κάθε ήχος χτυπά σε επιφάνειες στρεβλές, λείες ή αδρές και ταξιδεύοντας φτάνει στο κεντρικό δωμάτιο με το Μινώταυρο να περιμένει το επόμενό του θύμα. Από αυτούς τους ήχους ζει. Σκοτεινός και μόνος του. Περιμένει.
Ακούει τους ήχους και περιμένει. Τα χρόνια που πέρασε κλεισμένος στο απόλυτο σκοτάδι, με μόνο τους ήχους για συντροφιά τον έχουνε διδάξει. Ξέρει τι να περιμένει από κάθε ήχο. Ξέρει να διακρίνει, ή έτσι νομίζει.
Κάθε φορά η ίδια αντίδραση... Μπαίνοντας τα θύματα τρομάζουν. Το αίμα φεύγει από το πρόσωπό τους και μένουν ωχροί και άηχοι να κοιτάνε το πεπρωμένο τους στα μάτια. Τα κέρατα μοιάζουν φονικά σουβλιά, τα κόκκινα από το κλάμα μάτια, φονικές οπές που κοιτάζουν στο μαρτύριο από έξω προς τα μέσα. Το καλοσχηματισμένο από τις στερήσεις και την άσκηση κορμί, φονική μηχανή φαντάζει.
Κάθε φορά η ίδια αντίδραση. Κάθε φορά με αυτήν την αντίδραση χαλάει η εσωτερική του εικόνα του εαυτού του. Δεν αντέχει να βλέπει στα μάτια τους την ασχήμια της μοναξιάς του. Δεν αντέχει να τον βλέπουν τέρας και ορμά να σκοτώσει. Λουσμένος στο αίμα μένει πάλι μόνος δίχως ήχους. Και κλαίει. Το κλάμα του ουρλιαχτό ακούγεται πληγωμένου άγριου ζώου, φονική κραυγή θριάμβου στη ζωή.
Μέχρι που κάποτε ένας Θησέας να μπει. Ατρόμητος. Ήρεμος, με μάτια όλο κατανόηση. Με μάτια που μετράνε αυτό που είσαι και όχι αυτό που δείχνεις. Τότε παραδίνεται το τέρας και πλησιάζει πειθήνια στο θάνατό του. Αγκαλιά, καινούριος ήχος άγνωστος από σπαθί που ξεθηκαρώνει, σουβλιά, ζέστη... κρύο. Θάνατος.
Ευτυχισμένος θάνατος. Ησυχία... ποτέ ξανά παραμορφωμένοι ήχοι. Μόνο ένα κλάμα ακούγεται... το κλάμα του πατέρα - αρχιτέκτονα...


(ναι ναι... ο αρχιτέκτον δεν ήταν και ο πατέρας... ποιητική αηδία... φιλάκια...)

eXTReMe Tracker