Wednesday, June 27, 2007

Άμμος...

Φιλώντας την κατάξανθη βροχή, η άμμος δεν ήταν πια μονάχη. Τους κόκκους της πλέον ένωνε το ύδωρ. Μπορεί συχνά να μην το βίωνε όμως έστω και σπάνια αισθάνονταν για λίγο κάπως πιο σταθερή. Λιγάκι πιο γεμάτη, λιγάκι πιο ολοκληρωμένη.
Τα σύννεφα όμως γρήγορα αδειάζουνε στην έρημο. Ο ήλιος ξαναβγαίνει, καυτή υπενθύμιση του εφήμερου. Το νερό εξατμίζεται τόσο γοργά. Η άμμος πάλι μένει μόνη, έρμαιο στα χέρια του ανέμου. Θα την πάρει και θα την σηκώσει, με βία θα τη ρίξει πάνω σε τίποτα βράχια, θα τη στοιβάξει όπως - όπως σε αμμόλοφους.
Η άμμος δεν παραπονιέται. Δεν κλαίει. Δεν έχει δάκρυα ποτέ και για τίποτα. Η άμμος απλώς είναι. Το σύμπαν δεν έχει αποφασίσει αν αυτό είναι καλό είτε κακό. Ντετερμινισμός τέλος είπε το σύμπαν. Ανάλογα το ποιος και πως θα τη θωρεί, η άκλαφτη άμμος μπορεί καλή η όχι να 'ναι.
Για τα μικρά ζωάκια από κάτω της που έρπονται και περιμένουν να νυχτώσει, η άμμος είναι προστασία. Για τυχόν σπόρους που προσπαθούνε να φυτρώσουν, η άμμος είναι ατελέσφορη. Για τους ανθρώπους που στην άμμο πάνω ζουν, μπορεί άλλοτε να είναι φίλη κι άλλοτε εχθρός, εν συναρτήσει πάντα του αέρα. Για τις καμήλες που ταξίδια αιώνια κάνουν η άμμος είναι σπίτι.
Γι'αυτό σου λέω. Δε βγάζεις άκρη με την άμμο. Απλώς είναι και πρέπει τούτο να το δεχτείς. Μην προσπαθείς να την αλλάξεις. Η άμμος δεν αλλάζει. Υπάρχει αιώνια και μεταβάλλεται, αλλά με τους δικούς της ρυθμούς και τα δικά της θέλω.
Εγώ τι θέλω? Δεν ξέρω... Ίσως μια όαση στην άμμο.

Tuesday, June 26, 2007

Βούρκος...

Ερμαφρόδιτα χέρια σε σηκώνουν ψηλά. Καθώς τα χνάρια τους ακολουθώ, όλο και απομακρύνομαι από σένα. Σε μονοπάτια στριφογυριστά περιδιαβαίνω, χάνοντας κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Σκέψεις που βομβαρδίζουν το μυαλό με παρασέρνουν σε αγώνες πάλης με τις ρίζες.
Κλείνουν τα μάτια μόνα τους και όνειρα ξεπηδούν πίσω από τα κλειστά τα βλέφαρα. Νούφαρα μέσα σε βάλτους προδίδουν πως αυτό που στα μάτια σου εμφανίζεται ως έδαφος στέρεο, δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη. Έτσι και κάνεις το λάθος να στηρίξεις το κορμί σου πάνω σε τέτοια χαμωπάτια, θα βουλιάξεις. Η τελευταία σου πνοή θα απαθανατιστεί εν είδη φυσαλίδας, παγιδευμένη κάτω από κάποιο φύλλο.
Σε στάση με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό που ποτέ σου δε θα ξαναδείς. Το κορμί σου να αποσυντίθεται, μέχρι να μείνει αυτό από τ'οποίο είσαι πραγματικά φτιαγμένος. Εκεί, αόρατο για τα μάτια των απ'έξω, θα παραμείνει περιμένοντας κάποιος να βρει το σθένος να βουτήξει στο δικό του θάνατο, με μόνη βλέψη τ’απομεινάρι ενός προηγούμενου εξερευνητή.
Το βράδυ συντροφιά σου των βατράχων τα κοάσματα. Ερωτικά και λάγνα αναζητούν το ταίρι τους, δίνοντας όλη τους τη μαεστρία στη φωνή τους. Ο πιο αληθινός διαγωνισμός φωνής, με έπαθλο τη δυνατότητα συνέχισης της ύπαρξής τους. Λίγο μετά θα δεις γυρίνους να σεργιανίζουν δίπλα σου, με τις ουρές να μαστιγώνουνε τα αποσυντιθέμενα νερά που σε περιβάλλουν. Μαύροι, δεν ειν' περίεργο? Μαύροι στη γέννησή τους και ύστερα αλλάζουν στα χρώματα του βάλτου. Παράξενα παιχνίδια επιβίωσης.
Μέσα σε τούτη τη λάσπη σφύζει η ζωή κι αν βγεις εκεί που λες πως έχει ζήση, η λάσπη βλέπεις να κυριαρχεί. Είναι ετούτα τα οξύμωρα που σε τραβήξανε να ζεις στο βούρκο νεκρός. Παρέα με γυρίνους άκακους και με βατράχια, τα βούρλα να σου τραγουδούν σε κάθε φύσημα πνοής ανέμου, ρίζες να βλέπεις που τρέφουνε ζωή. Εκεί μονάχα είσαι ευτυχισμένος. Γιατί αυτή η αποσύνθεση είναι της σύνθεσης κομμάτι. Σε αντίθεση με καθωσπρεπισμούς και δήθεν, τάχα.
Δεν έχω αποφασίσει αν είσαι δειλός... ακόμη διερωτώμαι.

Ευαισθησίες του κώλου...

Ταρατατζούμ ταρατατζούμ... εκατοστό πεντηκοστό ποστάκι... Γαμήθηκε βασανισμένο νούμερο, όπως κι εγώ... έχω σβήσει αρκετές απόπειρες για ποστ τις τελευταίες μέρες... Δε μου βγαίνει, πιεσμένα τα τελευταία που γράφω...
Περιδιαβαίνω από blog σε blog και να σας πω την αλήθεια και μη μου παρεξηγηθεί κανείς... σκυλοβαριέμαι... Δε μπορώ να διαβάσω... μαλακίες γράφουν οι περισσότεροι... Καλά όχι όλοι αλλά πολλοί... άλλοι δε γράφουν καν που είναι και καλύτερο από το να γράφεις μαλακίες... Τώρα θα μου πεις, εσύ γιατί συνεχίζεις να γράφεις μαλακίες και δεν ακούς την ίδια σου τη συμβουλή να το βουλώσεις να σταματήσεις να μας πρήζεις τα παπάρια? Ε, το πιο δύσκολο είναι να ακούς τις συμβουλές σου, οπότε suck my ballz and call me tender...
Λιώνει το κορμάκι μου κάτω από τον ανήλεο ήλιο... Μας έχει γαμήσει τη ζωούλα... Μου σκάνε και όλοι οι περιβαλλοντολογικά ευαίσθητοι και λένε να μην ανοίγουμε το air condition... Οκ ρε παιδιά, να μην το ανοίξουμε... και τι σκατά θα κάνω στη δουλειά? Γιατί στο σπίτι οκ, απλώς κάθομαι και λιώνω και στα παπάρια μου κι όλας... στη δουλειά πως σκατά θα δουλέψω αν λιώνει το μυαλό μου και τρέχει από τ'αυτιά? Τι μαλακίες κάθεστε και λέτε? Είμαι σίγουρος πως όλοι οι μαλάκες που το λένε αυτό είναι άνεργοι - άεργοι... και είναι όλοι τους ευαίσθητα παιδιά... Ευαισθησίες my ass οι συγκεκριμένες...

Friday, June 22, 2007

Όνειρο...

Είχες πετάξει μια φορά θυμάμαι, ένα δυσοίωνο πανέμορφο κρικρί, στον πάτο της δικής σου θάλασσας. Τα όστρακα βουτάνε χαμηλά, μήπως και πιάσουν ένα στρώμα από το όνειρο που χρόνια τώρα, επισκέπτης μόνιμος στου ονείρου σου τα σύνορα, πλαγιάζει με νεράιδες αλφικές.
Ανήκουστες φωνές το βλέμμα σου τραβάνε σε υπόγεια ευήλια, καθώς μαζί σου η υγρασία απλώνεται ολοένα στο ταβάνι, πετώντας χάμω τη μπογιά και τους σοβάδες. Ανέμελα σε κοιτάζουν όλα τα παράθυρα μισάνοιχτα. Οι πόρτες στο πέρασμά σου παραμερίζουν και περνάς αέρινα, τα βήματά σου σα στον αιθέρα να πατούν. Σ'ακολουθώ με το δικό μου βλέμμα, άλλο ένα παράθυρο που παρακαλά να δεις τη θέα από μέσα του, πιστεύοντας για τον εαυτό του πως αυτό και μόνο αυτό κοιτάει στο πιο όμορφο τοπίο. Φευ! Συνέχεια κινείσαι, ποτέ δεν κοντοστέκεσαι το χρόνο να παγώσεις.
Έπιπλα που στα τέσσερά τους πόδια στέκονται βαριά, τα χρώματά τους από άλλες εποχές, μπαρόκ θαρρώ τις λένε. Δε δείχνεις να ενοχλείσαι με την παραξενιά αυτή του τόπου. Δε σ'ενοχλεί το πρωθύστερο σχήμα, μονάχα κάθε τόσο μειδιάς. Αναρωτιέμαι τι να σκέφτεσαι και σα να το καταλαβαίνεις απομακρύνεσαι κι άλλο, μην τύχει και καμία σκέψη σου στους αισθητήρες μου τους δεκτικά ευαίσθητους καθίσει και αναλωθεί απ'τα γρανάζια του αλουμινένιου μου μυαλού.
Τα τζάμια μου τρίζουν και θολώνουν καθώς σε βλέπω να μακραίνεις και δε μπορώ να κουνηθώ για να σε φέρω πίσω. Καθώς χάνεσαι και δε σε βλέπω πια, ξανά κατά τη θέα μου γυρνάω και τη φτιάχνω. Συμμαζεύω ουρανό, χώματα, πέτρες, λιβάδια και βουνά, να ναι όσο το δυνατόν πιο θελκτικά για την επόμενή σου γύρα.
Και ονειρεύομαι...

Thursday, June 21, 2007

Εφιάλτης...

Το προαιώνιο άλγος σου σε κυνηγά. Ανίκανο να νοιώσεις χαρά σ'αφήνει. Σα να χρωστάς στην ανθρωπότητα τον πόνο σου, το βάσανό σου, σα να'σαι υπεύθυνος για όλα. Αφήνεις τη χαρά από δίπλα σου να περνάει και δε γυρίζεις καν να ρίξεις μια ματιά. Πάντα θα υπάρχει κάτι να σου τριβελίζει το μυαλό.
Αείποτε βασανισμένος, για πάντα χαραγμένο πρόσωπο, σώμα και ψυχή από τον πόνο τον εσώτερο, ασχημαίνει την ύπαρξή σου. Ας είναι τόσο απλό να είσαι καλά, ας είναι τόσο εύκολο να διακρίνεις που σταματά η προσωπική σου ευθύνη, σα να φχαριστιέσαι να πονάς.
Διακανονισμοί ανάσας μεταξύ αμφιβληστροειδών μονοχρωματικών, πυρωμένα σπαθιά προσπαθούν να τους τυφλώσουν, απάνω στη ράχη ενός τεράστιου βουνού από άμμο, που σα να λιγοστεύει μέρα τη μέρα. Σε μια κλεψύδρα απείρων διαστάσεων που δε μπορείς ν'αντιληφθείς με τις αισθήσεις και το ένστικτό σου μόνο προδίδει την ύπαρξή της, την επιβλητική.
Ανάμεσα σε ξένες μάσκες φοράς τα ρούχα σου να καλύψεις κάθε σου σκέψη από αδιάκριτα βλέμματα, κάθε σου ανάσα θολώνει λιγάκι το γυαλί, υγραίνει λιγάκι την άμμο, μα η ροή δε σταματά ποτέ και για τίποτα. Μονάχα μερικές στιγμές μπορεί να σταματήσει, όταν συλλογικές οι δράσεις κι οι ανάσες επιβάλουν βούληση παγκόσμια. Τότε η κλεψύδρα σα να τουμπάρει στα πλάγια. Μόνο για λίγο. Η επιτυχία των μικρών θα κάνει τη διάσπαση αναπόφευκτη και πάλι θα φέρει τους κόκκους του χρόνου στην πορεία τους τη γνώριμη.
Συστήματα θα εκφυλιστούν, η εντροπία δε χαρίζεται, ούτε χαρίζει έλεος.
Τα βλέμματα είναι άηχα κι όμως μιλούν στα βάθη του μυαλού σου, κάθε φορά που θα κοιτάξεις με εκείνον το δικό σου τρόπο. Αναθεωρημένες αντιλήψεις δεν περνούν, μεταρρυθμιστικά λογύδρια δε σε αλλάζουν, μονάχα επιμηκύνουν τη μιζέρια σου για λίγο ακόμη. Θέλω να δω ως πότε οι παρατάσεις που σου επιτρέπουν να φυτοζωείς, θα φαίνονται στα μάτια σου άκακες. Ως πότε θα αντέχεις να μην πεθαίνεις για να ζήσεις, αλλά να ζεις πεθαίνοντας λίγο, λίγο.
Αριβίστες παρελαύνουν από μπροστά σου και τους τρέφεις με χειροκροτήματα και ιαχές θριάμβου. Οι διθύραμβοι δεν εξελίξανε ποτέ τίποτα. Μονάχα οι σιωπηλές κραυγές.
Ησύχασε. Δεν έκανες κάτι σπουδαίο. Εφιάλτης ήτανε. Ξανακοιμήσου...

Tuesday, June 19, 2007

Άγαλμα...

Ένα κεφάλι από άγαλμα, κομμένο, σε δάπεδο κείτεται κρύο. Ένας τοίχος μοναχή του συντροφιά. Το κεφάλι ζητάει παρέα. Ζητάει βλέμματα που κάποτε δεχόταν δίχως να δίνει σημασία. Αποκαθηλωμένο τώρα συνειδητοποιεί τη σημασία τους. Καταλαβαίνει πως γι'αυτά φτιαγμένο ήταν.
Το σώμα του που να'ναι? Που να'ναι το βάθρο του που χρόνια το φιλοξενούσε? Μια νύχτα κάτι μεθυσμένοι το αποκόψαν βάναυσα από το κορμί που τόσα χρόνια το κρατούσε αγέρωχο ψηλά. Άρχισαν να παίζουν μαζί του σα να ήταν μπάλα. Χωρίς κανένα σεβασμό στα χρόνια του και στην περίοπτή του θέση που για χρόνια είχε. Χωρίς να ξέρουν τι αντιπροσωπεύει, τι έχει δει, ποιος το έφτιαξε.
Απλά, ζωώδικα, πετούσαν το κεφάλι ο ένας στον άλλον για ώρα πολλή. Μέχρι που βαρέθηκαν και το παράτησαν μπροστά από έναν τοίχο. Η μύτη του σπασμένη. Η περήφανη μύτη του σπασμένη. Θέλει να κλάψει μα τα δάκρυα που να βγουν από το κρύο μάρμαρο?
Θυμάται το γλύπτη που το σμίλεψε με τέχνη και υπομονή. Θυμάται τις ατέλειωτες ώρες που άκουγε το σφυρί και το καλέμι. Θυμάται σιγά, σιγά να σχηματίζεται η μορφή του και μαζί και η προσωπικότητά του η μαρμάρινη. Τα δάκρυα του δημιουργού του όταν το είδε για πρώτη φορά στο βάθρο ανεβασμένο.
Τώρα μπροστά στον τοίχο στέκει. Ελπίζει κάποιος φιλότεχνος να το βρει και να το αναγνωρίσει. Να το γυρίσει πίσω στο κορμί του και ίσως, ίσως κάποιος γιατρός της πέτρας πάλι στους ώμους του να το στεριώσει. Η μύτη του δεν το νοιάζει και πολύ. Αρκεί και πάλι να κοιτάει που το κοιτάν. Αρκεί και πάλι για του δημιουργού του το σκοπό να ζει. Να ζει για να του δίνει υστεροφημία... ελάχιστη ευγνωμοσύνη για το δώρο της ύπαρξης.



ΥΓ1 Το κλείσιμο μου βγήκε ελαφρώς θρησκευτικό, αλλά καμία σχέση... μόνο επιφανειακά είναι τέτοιο...
ΥΓ2 Δεν είπα πως θα σταματήσω να ποστάρω βρε... δεν την παλεύω να μην ποστάρω... απλώς για comments δεν είμαι :) είναι το ψώνιο μου το blog... φιλάκια

ΥΓ3 Αυτό το ποστ γράφτηκε το μισό χτες και το μισό σήμερα, λόγω διακοπής από πολυλογά τύπο... :S κατά κανόνα μου τη σπάει να γράφω ποστ σε δύο χρόνους... με βγάζει από το κλίμα που μπαίνω όταν ξεκινάω να γράφω...

Friday, June 15, 2007

Δικιολογίες...

Αυτές τις μέρες σας έχω ψιλοκλάσει στα comments... Δεν είναι πως είμαι μεγάλη σταρούκλα (που είμαι...), δεν είναι πως είμαι και η πρώτη φίρμα (που είμαι...), είναι που περνάω μια ελαφρώς αντικοινωνική φάση... Δεν είμαι και στα καλύτερά μου αυτές τις μέρες... Δε σας το λέω για να μου παρέχετε ψυχολογική υποστήριξη or something... απλώς για να μην παρεξηγιέστε άμα δεν απαντάω σε κόμεντ ή αν δε σας αφήνω κόμεντ... Καθημερινά σας τσεκάρω όλους πουλάκια μου :)
Έχω φάει κι ένα ψιλοχώσιμο στη δουλειά, έκανα και μια χοντρή μαλακία που ευτυχώς έσωσα και προσπαθώ να χαλαρώσω τώρα γιατί παρόλο που δεν αγχώνομαι ποτέ και για τίποτα, η μαλακία μου με άγχωσε αρκετά... Τέσπα.
Με έχει πιάσει αυτό το καταραμένο το writer's block... Έχει μπλοκάρει η κεφάλα μου και δεν κατεβάζει ιδέες... Προσπαθώ να σκεφτώ μια εναρκτήρια φράση όπως κάνω συνήθως και βγαίνει το κατεβατό, αλλά παίρνω τ'αρχίδια μου... Κάνει γαμώζεστη... τα αρκουδίσια εδώ είναι μάλλον μοντέλα προπολεμικά... οπότε έχουμε βγάλει τη μπέμπελη ομαδικώς εδωπέρα...
Ανυπομονώ να πάρω πούλο για κανά νησάκι, να πίνω τα ουζάκια μου και να γουστάρω, να κάνω τα μπανάκια μου και να ψωλάρω γενικώς... Να βρίζω αγνώστους και να γουστάρουν και να γνωριζόμαστε... καλοκαιρινά σκηνικά γενικότερα...
Σας αφήνω προς το παρόν. Ελπίζω να μη μου ξενερώνετε άμα δε σας μιλάω για μερικές μέρες ακόμη... Φιλάκια πολλά και να προσέχετε :)

Wednesday, June 13, 2007

S.O.S...

Νυχτώνει στα βάθη της καρδιάς σου. Η καθημερινότητά σου αποπνικτική σε σέρνει από πίσω της μ'ένα λουρί που πνίγει και δε σπάει. Τα μάτια σου χάνονται στα βάθη της έλειψης. Επικοινωνία θες στην εποχή της που ανθεί και δεν τη βρίσκεις. Είναι που έγινε πλαστική και digital.
Κάμερες σε παρακολουθούν μα δε σε βλέπουν, η καταγραφή σου στον ψηφιακό δίσκο, ανύπαρκτη. Σ'ένα καθρέφτη παλιό, μαυρισμένο πια από τα χρόνια και την αχρησία, αντικατοπτρίζεις τα μαλλιά σου. Κοιτάς μια εικόνα παραμορφωμένη και φυσικά δε σου αρέσει. Στείλε το σήμα σου παντού σ'ένα απελπισμένο s.o.s. Κανένας δέκτης εκεί? Καμία αντένα δε θα πιάσει τη φωνή σου? Ρίξε κι ένα μπουκάλι με δυο λέξεις γραμμένες σε χαρτί. Κάποιος μονάχος ναυτικός θα το μαζέψει. Κάποιο παιδί με περιέργεια ίσως να το δει και να το πάει στους μεγάλους.
Μόνο μη χάνεσαι. Μην αφήνεις το νησί σου μικρό μα και μεγάλο μαζί να σε κατασπαράξει. Σε κάποια τελετή αρχέγονη μη σε θυσιάσουν. Το κορμί σου αυτό δεν είναι για φάγωμα από κάποιον ημιπρωτόγονο ιθαγενή.
Σκαρφάλωσε στο φοίνικα, παίξε με τα ζώα τα εξωτικά που πρωτοείδες, μα να θυμάσαι πως δεν είσαι από κει, ούτε για κει φτιαγμένη. Ονειρέψου τον τόπο σου και φτιάχτον όπως θες. Ονειρέψου το πλοίο που θα σε πάρει και τη βαρκούλα που θα στείλει να σε σώσει από την απομόνωση την ακουσία.
Ο κόσμος σου σε περιμένει χωρίς να είναι ιδανικός. Με δυσκολίες κι αδικία να καθορίζουνε την ύπαρξή του. Τα μάτια σου θα τον θωρήσουν μια στιγμή και ύστερα γελώντας θα αρχίσεις. Να ζεις. Να παλεύεις. Να αλλάζεις. Μη μένεις ίδια. Τα στάσιμα νερά μυρίζουν άσχημα. Η αποικοδόμηση είναι μια χρήσιμη διεργασία στον κύκλο της ζωής μα δε σου ταιριάζει. Μην αποικοδομείς λοιπόν και μην αφήνεις αποικοδομητές να σε διαβρώνουν.
Τινάξου, ανασκουμπώσου και προχώρα.

Ο τρελός...

Μια βίαιη κένωση σκίζει τη μαύρη νύχτα. Τα παιδιά κουλουριάζονται το ένα πάνω στ'άλλο κι ανατριχιάζουν. Αυτή η ανατριχίλα του φόβου και της επαφής θα μείνει χαραγμένη μέσα τους για πάντα. Κάθε που κάποιος κεραυνός τη νύχτα θα σκίζει, κάθε που η βροντή τα τζάμια θα κάνει να τρίζουν, κάθε που μια μαύρη νύχτα θα υπάρχει εκεί να βρέχει. Θα θυμούνται ακόμη κι όταν μεγάλοι πια, θα μπαίνουν κάτω από το πάπλωμα. Αυτή η ανατριχίλα του παπλώματος ενός κρύου βραδιού.
Με ρούχα πλουμιστά και μύτη κόκκινη, περιφέρεσαι ανά τον κόσμο, από ψυχή σε ψυχή πετώντας και μιλώντας στοργικά σε κάθε μία και μαζί σε όλες ταυτοχρόνως. Πόσες ώρες γέλιου έχεις προσφέρει? Πόσα δάκρυα από μάτια που μισοκλείνουν από τα γέλια? Πόσες κοιλιές έχουν πονέσει από τ'απανωτά τραντάγματα? Εσύ γιατί δε γελάς ποτέ?
Ο τρελός του βασιλιά, χαρούμενος κι αν φαίνεται, κάθε που βγάζει τη στολή του, το πρόσωπό του καθαρίζει με μόνο τα δάκρυα του για νερό. Τα μάτια του κι ας φαίνονται άδεια και χαζά κάθε που μια βλακεία κάνει, στενάχωρα είναι μιας και ξέρει. Ξέρει πως δε γελάνε με τ'αστεία του μα με τη φύση του την τραγικά βλαμμένη. Το ξέρει και πονά γι'αυτό γιατί ειν'απάνθρωπο.
Μόνο με τα παιδιά του αρέσει πότε, πότε να παίζει. Με τα παιδιά που γελάνε με την ψυχή τους και τα αθώα τους χαχανητά του δίνουν παράταση ζωής. Το σάπιο κόσμο των μεγάλων δεν τον θέλει. Άμα τολμήσει να τους πει αυτά που βλέπει, το κεφάλι του σε κοφίνι θα βρεθεί και το σώμα θα ταΐσει βασιλικά σκυλιά και όρνια που παρασιτούν στο κάστρο.
Προνόμιο και κατάρα της παρατήρησης, καθώς κανείς δεν παίρνει τον τρελό στα σοβαρά. Τα κουδουνάκια και τα παρδαλά του ρούχα, τα στραβά παπούτσια και το κολάν, τον κάνουν να φαντάζει αλλοπαρμένος, μα κι αν είναι όντως, μπορεί και βλέπει. Με τα μάτια των παιδιών που δεν ξέρουν τίποτα και γι'αυτό αναρωτιούνται, με τα μάτια του αθώου άκακου τρελού, αλαφροΐσκιωτος περιφέρεται και βλέπει. Ρουφάει σα σφουγγάρι, ρουφάει και όταν κάποιος το θελήσει, τον πιάνει και τον στύβει. Κωδικοποιημένα βγαίνουν όλα και κανείς δεν καταλαβαίνει.
Ο τρελός στέκεται και σας κοιτάει, κατόπιν όλους σας χλευάζει μα δεν το καταλαβαίνει κανείς. Γι'αυτό τα βράδια κλαίει. Σαν την Κασσάνδρα που ξέρει τα μελλούμενα και κανείς δεν την πιστεύει, μιας και τον θεό Απόλλωνα ξεγέλασε. Εσύ ποιον να'χεις ξεγελάσει και την κατάρα του σου άφησε?




ΥΓ Αφιερωμένο σε μια ψυχή εκεί έξω απ'την οποία περιμένω πολλά. Δε θα μου ξεφύγεις καριόλα... Φιλάκια και να προσέχεις τις παρέες σου άλλη φορά :p

Friday, June 08, 2007

Yaaaarrrrrrrr, λέμε!...

Ειρωνικές εικόνες αυτομόλησα, στο στόμιο της παγωμένης κόλασης του Δάντη, εικονικά φερόμενες ανοιχτοχέρες κόρες, ανώδυνα τεκνοποιούν θανάτους.
Συμπόνεσα τη μαγική σου σφαίρα, καθώς αυτή τρυπούσε το μυαλό μου και συ χαμογελούσες. Άσε με να σου πω ιστορίες αλλοτινές από της γης τις άκρες. Άσε με ν'ανεμίζω στις κορφές απ'άκρη σ'άκρη τη φωνή σου και τα δικά μου τα μαλλιά να κόβω και να φέρομαι σαν τον τρελό.
Ψυχανεμίζομαι πως κάτι έχεις. Ο ηλεκτρισμός σου έχει αλλάξει ριζικά. Με διαπερνά με όχι φίλιες διαθέσεις, σάμπως να ψάχνει τα δικά μου κύματα να βρει για να ξεσπάσει.
Αναρωτιέμαι μήπως κι αν... μα τίποτα δε βγαίνει. Τα μάτια του σκορπιού στην πλάτη του βατράχου λάμπουν. Οι δύο φύσεις συγκρούονται με σίγουρο αποτέλεσμα κοινό χαμό. Χάμω σαν πέφτουν οι ζωές κάποιος πάντα κλαίει. Αναρωτιέμαι τα δάκρυα που να πηγαίνουν όταν εξατμίζονται στη ζέστη του καλοκαιριού?
Τα δυο σου χέρια θα δέσω σε δεσμό άρρηκτο με διαστάσεις που δεν έχεις ξαναδεί. Θα τα κινείς πιο ελεύθερα αν και δεμένα. Καινούριες χειρονομίες θα διέπουν το είναι σου και θα χαίρεσαι μια χαρά αλλιώτικη. Σου τραβάω τα μαλλιά και βγαίνει υγρό ανεμόδεντρο. Ανεμοδέρνεται μαζί με τα φιλιά σου. Ανάμεσα σε σκεπαστές ακτές ονείρων, άμμος και βότσαλα ένα, περιβάλουν όστρακα από σκέψεις καλά κλεισμένες. Η θάλασσα απούσα, τα όστρακα κλείνουν όλο και πιο καλά. Κλεισμένα θα πεθάνουν στη μοναξιά τους την αμυντική. Ψάχνω μανιασμένα στην άμμο, έχω μαζέψει τόνους σκέψεων, που θέλουν κάπως να βγουν. Μυρίζουν την αλμύρα και ριγούν, μα η θάλασσα ακόμη απούσα. Τρέχω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, τρέχω. Η θάλασσα αχνοφαίνεται κάπου στο βάθος.
Θα προλάβω?

Yaaaarrrrrrrr!...

Συθέμελα ταρακουνημένο χάος. Υπέρ του δέοντος αναδομημένο τίποτα. Δυο χέρια που κινούνται στον αέρα και τα καταπλακωμένα μηδενικά αρχίζουν να φωνάζουν.
Άρπαξε τα μαλλιά του πουθενά, ταρακουνώντας το δώθε κείθε. Αναμαλλιασμένο και κλαίγοντας ζητούσε έλεος. Κανένα έλεος. Καμιά συμπόνια, καμία τρυφερότητα. Μονάχα βία.
Βίαια κινούμενα συντρίμμια, μέσα στου άνεμου την άπονη δίνη, πετούν και σπάνε στο πέρασμά τους τα πάντα και τα πάντα προστίθενται στην καταστροφική δύναμη του κυκλώνα. Σπίτια, χωράφια, σοδειές, ζώα, άνθρωποι, κινητά κι ακίνητα στο έλεος της μανίας.
Αρρωστημένα ξαφνικά τα πάντα κείτονται στο βάθος της αβύσσου. Περιμένουν τη λύτρωση. Η λύτρωση έρχεται. Δεν ήταν αυτό που περίμεναν.
Αποκεφαλισμένα πτώματα ψάχνουν μάτια στα συντρίμμια να βρουν αυτό που τους λείπει. Ψάχνοντας ολοένα και πιο γοερά τα κομμένα κεφάλια κλαίνε, φωνάζοντας με φωνές που δε βγαίνουν χωρίς πνευμόνια. Ανακατωμένα κομμάτια σάρκας και κόκαλα σπασμένα, όλα μαζί σε ένα χορό παράλογο. Από πάνω παρακολουθούν αρτιμελείς βασανιστές και γελούν αυτάρεσκα με την απάνθρωπη φάρσα τους. Αυτοί που είναι καλά ταϊσμένοι. Όλης της γης οι εκάστοτε δυνάστες. Κοιτούν από ψηλά κάτω στους λάκκους που τα ίδια τα θύματά τους έσκαψαν.
Κάποιοι περιμένουν τους αγέρωχους ιππότες, πάνω σε άλογα άσπρα και δυνατά, που προκαλούν το δέος με τους μείς τους να σφίγγουν και τους αφρούς στο στόμα τους. Περιμένουν να έρθουν οι ιππότες και με μια κραυγή πολεμική να σπρώξουν τους βασανιστές της γης στο λάκκο. Εκεί τα ταλαίπωρα θύματα θα πάρουν την εκδίκησή τους.
Οι ιππότες και οι ιστορίες είναι όλα κάλπικα. Χαλκευμένη συλλογική συνείδηση, ταϊσμένη με το κουτάλι από το θύτη στο θύμα. Το θύμα είναι το μόνο που μπορεί με νύχια και δόντια το λάκκο ν'ανέβει και να τρέψει τους πάνω σε φυγή. Μα δε θα προλάβουν να φύγουν. Τα δεμένα από τη δουλειά πόδια τρέχουν πιο γρήγορα.
Τα βασανισμένα στις κακουχίες μυαλά, σε στροφές υπερηχητικές δουλεύουν με γνώμονα την επιβίωση και άξονα την ανάγκη. Τα ένστικτα είναι φτιαγμένα να παίρνουν αποφάσεις πριν τη λογική. Τα ένστικτα που κοιμούνται θα ξυπνήσουν. Ούτε τα άλογα των ιπποτών μπορούν να τρέξουν πιο γρήγορα.
Θα σας ξεκοιλιάσουν. Όλους. Το αίμα σας θα θρέψει νέα ζωή. Κοιμηθείτε λοιπόν ήσυχοι.



ΥΓ... Νεύρα, νεύρα, νεύρα... σκατά κι απόσκατα... μαλακίες γράφω... νεύρα, νεύρα, νεύρα...

Tuesday, June 05, 2007

Ένα κορίτσι παίζει με τα νήματα...

Ανάμεσα σε δάχτυλα, μπλέκεις κορδόνια αραχνοΰφαντα. Διάφορα δεσίματα πλέκοντας. Σ'ένα απ'αυτά είναι μπλεγμένη η ματιά μου. Κάθε που πάω το βλέμμα μου ν'αποτραβήξω, αυτό το δέσιμο και πάλι μου τραβά την προσοχή. Φορές, φορές, αναρωτιέμαι μην είναι τα δάχτυλά σου και όχι του νήματος οι παιχνιδισμοί, που των ματιών μου έλκουν το βλέμμα.
Περνάνε διάφοροι από γύρω. Μερικοί μπορεί να σταθούν περίεργοι για λίγο να δουν τι κάνεις. Οι περισσότεροι δεν προσέχουν καν κι από αυτούς τους λίγους που το κάνουν, μήτε ένας δεν κατάλαβε. Απαξιωτικά κουνώντας το κεφάλι, θα απορρίψουν των δαχτύλων σου τη μαεστρία. Τα κορδόνια που περιπλέκονται, τίποτα δε θα τους πουν. Δε θα μιλήσουν στην καρδιά τους όπως στη δική μου. Δε θα δουν το νόημα στις κινήσεις σου. Τα δάχτυλά σου, καθένα κι ένας βιρτουόζος του πλεξίματος των νημάτων της ζωής. Ένα το κορδόνι, κάθε του τομή και μια ζωή, κάθε ζωή περιπλεγμένη μ'άλλες και αυτές με τη σειρά τους μ'ακόμη περισσότερες, έτσι που αν τις τομές καθίσεις να μετρήσεις, χάνεις τα λογικά σου.
Που και που, μια τομή ως δια μαγείας εξαφανίζεται. Για λίγο στέκουν και κοιτούν οι άλλες οι γειτονικές. Ύστερα, θαρρώ με λύπη, [αν και μάλλον στο μυαλό μου είναι, πως γίνεται από κορδόνι μια τομή να έχει αισθήματα (?)] μετακινούνται σε καινούρια κατατόπια των χεριών σου. Συνεχίζουν να κινούνται ατέρμονα, ωσότου μια στιγμή, μ'ένα ανεπαίσθητό σου κούνημα των δαχτύλων, να ξεμπλεχτούν και να χαθούν μ'ένα υποβόσκον αχ! από το τρίψιμο των νημάτων.
Πως θα'θελα να ήμουν έστω για λίγο μια από τις τομές στα βιρτουόζικα τα χέρια σου. Εσύ να παίζεις κι εγώ να ζω. Μέχρι απόφαση να πάρεις πως δε χωράω στο όλο σου σχέδιο με τις τομές και σα να μην υπήρξα ποτέ να με εξαφανίσεις. Καληνύχτα.


Και αφήνοντας ένα κέρμα έφυγε....

Monday, June 04, 2007

Αυτολογοκρισία

Έχω μπλοκάρει από την πέμπτη και μετά. Δεν έχω αδερφό, έχω όμως τον Σ και τον Σ. Ο ένας εκ των δύο, περνάει μάλλον τη χειρότερη φάση στη ζωή του. Δε γουστάρω να γράψω για αυτή τη φάση στο blog. Γενικώς δε μου αρέσει να γράφω εδώ για εντελώς προσωπικά μου ζητήματα παρά μόνο κωδικοποιημένα. Με ασύνδετες λέξεις που αν δεν τις γράψεις εσύ δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνουν.
Οι λέξεις μου, γεννιούνται με μια σπίθα στις πτυχώσεις του μυαλού μου και μεταφέρονται αυτόματα σαν εντολές στα δάχτυλα που χτυπάνε πάνω στα κουμπιά. Όλες οι σπίθες μαζί φτιάχνουν μια μικρή ή μεγάλη φωτιά που βγάζει ένα χρώμα ξεχωριστό κάθε φορά. Το χρώμα αυτό είναι ο κώδικάς μου. Το χρώμα αυτό, αυτής της φωτιάς, είναι το συναίσθημα που θέλω να βγάλω από μέσα μου γιατί δε μπορώ να κάνω αλλιώς, αλλά δε θέλω και να το καταλάβει κανείς άλλος γιατί αφορά εμένα και μόνο.
Δε μπορώ να γράψω αυτές τις μέρες. Δε μπορώ να γράψω για κάτι άσχετο, γιατί τα σχετικά τριβελίζουν το μυαλό μου κι εγώ τα καταπιέζω να μη βγουν. Δε μπορώ να περιγράψω σκηνές της παρασκευής και της πέμπτης που πέρασαν... Μόνο σε ένα άτομο τα περιέγραψα... Σε ένα άτομο που νοιώθω κομμάτι μου. Είναι αρκετό αυτό και χαίρομαι που έχω τη δυνατότητα να το κάνω, μια που ούτε αυτό είναι δεδομένο τελικά.



ΥΓ. Φυσικά η όλη φάση με τις σπίθες, τις φωτιές, τα συναισθήματα και τους κώδικες μπορεί να είναι έτσι μόνο στο δικό μου φτωχό μυαλό... αυτό είναι που μετράει όμως...
ΥΓ2 Ένα σωματίδιο ύλης κι ένα αντιύλης συγκρούστηκαν. Από τη σύγκρουση προέκυψε ένα φωτόνιο που χάθηκε στο υπερπέραν.

eXTReMe Tracker