Monday, December 31, 2007

Χέσε μας παραμονιάτικα...

Πάμε το καλό το παραμονιάτικο το ποστ?
Τι κάνουμε? Έχουμε μπει στο κλίμα των ημερώνε? Μέσα στην κάβλα σας βλέπω ε? Είστε όλοι οι παπάρηδες μακριά από γραφεία κλπ και έχει πέσει ο κακός ο ψόφος στη blogογειτονιά...
Σήμερα που λες ξύπνησα από τις 5... Μη ρωτάς γιατί... Όχι δεν είμαι φούρναρης, ούτ' εφημεριδοπώλης... όχι δεν είμαι μάστορας είμαι απλά καριόλης... οκ, οκ, δε θα έχω πολλά στιχάκια ακόμη στο υπόσχομαι.
Το μετρό είναι απόλαυση σήμερα... καμιά 100αριά διαφορετικά ζευγάρια παιδάκια μπαινοβγαίνουν τιτιβίζοντας σε κάθε σταθμό... και σου ζαλίζουν τη μούνα πρωινιάτικο αδερφάκι μου... Όχι έλα στη θέση μου και σκέψου το... Είναι έξι και κάτι το πρωί... είσαι με χανγκ όβερ από τις χτεσινές τεκίλες και προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις το ποιος είσαι και που πας, ενώ περιμένεις να φτάσεις σε ένα θολό κάπου με το γαμομετρό... και σκάνε μέσα ορμητικά μαλακιστηράκια με τρίγωνα ανά χείρας και αρχίζουν να τα κοπανάνε δίπλα σου... χεχ... Η ζαν ντ' αρκ άκουγε καμπάνες... ας καγχάσω!
Σκέφτομαι πως καλά είναι τα κάλαντα, αλλά ακόμη καλύτερο είναι να ξυπνάς κατά τις 11, να πίνεις ένα καφέ, και κατά τις 12, να βγαίνεις με το μαχαίρι σου στη μπανάνα που κρέμεται μπροστά, και να ψάχνεις αυτά τα μαλακιστηράκια που σου χάλασαν από τις 8 τον ύπνο με εκνευριστικά επίμονα χτυπήματα του κουδουνιού, να τα βρίσκεις να μετράνε τα ευρουλάκια που βγάλανε και να τους τα παίρνεις με χαμόγελο... έτσι για τη διάδοση του χριστουγεννιάτικου (my ass...) πνεύματος ρ' αδερφέ... Μπορείς επίσης να γλύφεις τα δάκρυά τους καθώς τρέχουν στα ροζ από το κρύο μαγουλάκια τους... (το τελευταίο είναι προαιρετικό και έχει πραγματικά αξία μόνο αν είχες εξ' αρχής σταμπάρει κάποιο personal favourite ομαδάκι...).
Ααααααχ, ναι, ναι... είμαι χριστουγεννιάτικος τύπος... Τζίγκολ μπελ με λένε και πλάθω μελομακάρονα χαρωπά...



ΥΓ Lee... υπό τις δεδομένες συνθήκες πούτσας στη δουλειά... έκανα ό,τι μπορούσα... δηλαδή τίποτα... :p
ΥΓ2 Γαμιέται ασυστώλως η παραμονή πρωτοχρονιάς όταν δουλεύεις...
ΥΓ3 Γαμιέται γενικότερα το ψευτοχριστουγεννιάτικο κλίμα του κώλου... .
ΥΓ4 Και τέλος γαμιέστε κι εσείς όλοι... έτσι για να μας μπει καλά η χρονιά ρ' αδερφέ...
ΥΓ5 Από την πρώτη του μηνός, έχω αποφασίσει να... μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια ρε φίλε... άστο... αν είναι να κάνεις κάτι κάντο γενικότερα... μην περιμένεις πρωτοχρονιές και δευτέρες και και και και... πούλο!
ΥΓ6 Φιλάκια στα βυζάκια σας... σμακ!

Friday, December 28, 2007

Ταξίδι ήταν και πάει...

Θέλω στα μάτια σου να δω τα χρώματά μου. Της ονειρόγιομης χλαίνης τα κρόσια, στραφταλίζουν κάτω από τα φώτα της σκέψης μας.
Ήθελα να γράψω τις εντυπώσεις μας από του ταξιδιού το πέρασμα. Πόσο μου άρεσε που ήμασταν μαζί και πόσο γρήγορα πέρασε ο χρόνος. Ούτε κατάλαβα για πότε πήγαμε και πότε γυρίσαμε. Μια φράση που μου ήρθε στο αμάξι μου διαφεύγει τώρα δα. Θυμάμαι μόνο πως καλή σαν άκουσμα ήταν. Θυμάμαι να λέω στον εαυτό μου να τη θυμηθεί αλλά όπως πάντα την ξέχασα.
Δε θα ξεχάσω όμως κείνο το γερασμένο από τα χρόνια νεανικό ζευγάρι έρωτα να στροβιλίζεται υπό του βαλς τις νότες. Δε θα ξεχάσω τα παιχνιδίσματα ανθρώπων με μια ζωή σαν δυο δικές μου, νηφάλια να παίζουν σαν παιδιά μεθυσμένα. Δε θα ξεχάσω τη ζωή και το παιχνίδι στα μάτια τους να επικρατούν κερδίζοντας τα πάντα. Σημασία έχει να έχεις κάποιον δίπλα σου να σε ηρεμεί είπε ο γέρος κι εγώ άκουγα... Αλήθεια έλεγε... Υπάρχει τίποτε καλύτερο απ’ το να χάνομαι στην αγκαλιά σου και να νιώθω πως είμαι στο καταφύγιό μου? Υπάρχει κάτι πιο ήρεμο από τον ύπνο μου πλάι σου ?
Δε θα ξεχάσω ακόμη τα γέλια. Τα αστεία και τα πειράγματα. Τη χαρά που προσφέραμε και μας πρόσφεραν. Τις ατέλειωτες ώρες στ' αμάξι που χωρίς εσένα για συνοδηγό θα μ' είχανε λυγίσει από την κούραση και τον εκνευρισμό των χιλιάδων στροφών που δε μ' άφηναν να φτάσω πιο γρήγορα. Δε θα ξεχάσω το ταξίδι του γυρισμού με τη βαθειά φωνή να τραγουδάει Καββαδία από τα έγκατα ενός κορμού χοντρού, βάθος που του προσέδιδε, για νότες μπάσες. Το ραδιόφωνο σιωπούσε κι εγώ το ίδιο. Ακούγαμε και κρατιόμασταν με μάτια ανοιχτά γιατί οι στίχοι οι σωστοί ξυπνάνε.
Ρούφηξα το βουνό το παγωμένο. Τις χιονισμένες του κορφές με μάτια πεινασμένα καταβρόχθισα. Τις ομίχλες του και τα βαρυφορτωμένα δέντρα. Τα παγωμένα βράχια τα κοφτερά σα μαχαίρια. Τα χώματα τα κάποτε ματωμένα με αίμα των εχθρών μας και δικών μας αδερφών το αίμα. Ένιωσα ανυπόμονος ν' ανέβω στα βουνά μας. Νύχτες να δώσω από τη ζωή μου να μάθω πως να γίνω φίλος τους. Αντέχω και τα κρύα και τα μαύρα τα σκοτάδια. Το μόνο που θα έχω να μου λείπει θα ‘σαι συ.
Ταξίδια αναψυχής και διαξιφισμοί ξε - κούρασης.

Καλημέρα και πάλι ρουτίνα μας...

Friday, December 21, 2007

Omg! Κι άλλο? …

Έλα μωρή ανέλπιστη κάβλα να βασανίσεις του κορμιού μου τα κορμιά! Αυτιστικά συμπεριφέρομαι στον εαυτό μου σα σε τρίτο. Σπαστικά κουνάμε χέρια πόδια όλοι μαζί οι εκατόν ογδόντα τέσσερις εαυτοί κι ο ένας ξένος. Χρησιμοποίησε το αχρησιμοποίητο εγώ μου για να σε πιάσω στα πράσα να γελάς εις βάρος του. Εγώ σου σκότωσα τις τσιριμόνιας σου το έβγα. Ακόμη και το δέλτα μου εκβάλει σε θάλασσες ανάλατες... Γλυκερές και λασπωμένες σαν των ματιών σου τις κόρες. Γιατί τα μάτια έχουν κόρες κι όχι γιους? Για να ρωτάνε οι ανίδεοι κορμοράνοι, μου απαντάς και κοιτάω να βρω τα φτερά μου, μόνο και μόνο προς διαπίστωση πως δεν ανήκω στων πτηνών σου το βασίλειο...
Μα τι αηδίες τσαμπουνάς μικρό μου τσαμπουνάκι? Υφέρπονται σκεπτόμενες νεράιδες, σκορπίζοντας τη σκόνη τους σε ξεσκολισμένα απομεινάρια πεθαμένων ζώων... Εσύ από πίσω να ξεσκονίζεις στο κατόπι τους. Κατόπιν τούτου και μετά και την τηλεφωνική μας συνομιλία, θα ήθελα να επιβεβαιώσω πως δε μου κάνεις πια καμιά εντύπωση. Μονάχα μια παραγγελία θα 'θελα να επιβεβαιώσω. Να παραγγείλω να με θυμηθείς σε πέντε ώρες κι ογδόντα πέντε δευτερόλεπτα.
Χρωμίου κίνησις, αρπάζει τα μαλλιά σου. Σε ασημώνει να του πεις σε πόσα τέρμενα θα λάβει από σένα νέα. Σε τρεις απανωτές ουρές βαρούν των μεταλλίων σου τ' ασήμια. Τα ορειχάλκινα οστά μου σε ξημερώνουν σε κορμιά απατηλά. Του ουρανού το γέμισμα αδειάζει την ψυχή μου κι από κουτιά ξεχύνονται πλήθος τα δώρα σου. Πόνος και μίσος, φόβος και μένος, κλάμα και οδυρμός θα ξεχυθούν από τα χέρια σου Πανδώρα. Μονάχα την ελπίδα θα αφήσεις στο κουτί για να μας μείνει και κάτι ειδικό δικό μας.
Φτερούγισε στα σπλάχνα μου η τελευταία πεταλούδα. Ενόχλησε τα μέσα μου και βαρώντας την τη σκότωσα κι αυτή. Τώρα μονάχα πεταλουδοκυνηγοί λυμαίνονται τα δασωμένα σωθικά. Σώθηκα από του μυαλού σου τι δίνη. Σώθηκα από τις υστερικές κραυγές αγωνίας του εγωισμού που πέθαινε, ψυχορραγώντας στου στομάχου το παντεσπάνι.
Χρησιμοποίησε τα κλειδιά σου και μη μου χτυπάς κάθε φορά την πόρτα. Κουράστηκα να σου ανοίγω το παραθύρι μου. Κουράστηκα να βλέπω από ματάκια μέσα την εικόνα σου. Να τα πούμε? Ρωτάς. Μας τα 'παν άλλοι απαντώ και μ'ένα νεύμα απαξίωσης σε στέλνω για χαμόμηλο.
Ήρθα να σου διασώσω τα σώα φρένα του μυαλού σου. Άργησες... Τα φρένα σπάσανε κι εγώ πια ξέφρενα στριγγλίζω. Οξείς οι ήχοι μου ξυπνάνε κάθε κοιμισμένο κύτταρο εντός μου. Αναμοχλεύω στου μυαλού μου τα υπόγεια τα θετικά μου όντα. Προσπάθεια φυγής του πεπρωμένου. Φυγή... αδύνατη! Ουχί αδύναμη. Μονάχα λιπόσαρκες μορφές σ' εξουσιάζουν στην παραζάλη σου την κόκκινη. τα σήμαντρα σημάναν τρεις φορές. Η παράστασίς μας αρχίζει. Παρακαλούμε το χειροκρότημά σας για να ζεστάνει τις ψυχές μας προτού το ήθος σας ποιήσομε.
Φιλικοί χαιρετισμοί σε κάθε εχθρικό μας ον. Αν δεν είχαμε κι εσάς δε θα 'χαμε λόγο βελτίωσης.


Σου στέλνω τηλεγράφημα. Στοπ. Μου έχεις λείψει. Στοπ. Τα μάτια σου κατακυρίευσαν τις σκέψεις μου. Στοπ. Μ' αγαπάς? Στοπ

Τέλος...



ΥΓ Πάρε καπότες Στοπ. Στοπ.
ΥΓ2 Όρεξη για μαλακίες να έχουμε και να 'μαστε καλά να γινόμαστε χάλια...
ΥΓ3 Όχι επίδοξε ψυχολόγε... ούτε έχω κάτι, ούτε στέλνω μήνυμα σε κάποιον... Φιλάκια...

Puppet...

Yo!
Ορκίσου μου στις παρυφές της παρανοϊκής σου συνείδησης πως θα βρεθούνε πάλι τα εγώ μας. Αρχίζοντας από τη μέση δίχως εφόδια, σχεδιάζεις να περάσεις από τα βαθύτερα νερά με μια σχεδία. Αρκείσαι στην υπόνοια της ύπαρξης ενός αείπαρκτου, μα δε νομίζω να 'ναι εκεί να σε βοηθήσει. Μονάχα ίσως ψυχολογικά. Κάποιες φορές η ψυχολογία δεν αρκεί. Χρειάζεται και το απτό πραγματικό του σήμερα. Χρειάζονται όλα.
Χτύπα τα πόδια ρυθμικά στης αορτής μου τους ρυθμούς τους φλογοβόλους. Ανήξερα ξερά αισθήματα θα πάρουν φλόγες όταν κοιτάξεις τα και πεις το "πυρ!". Κατά βούληση ξένη τα άβουλα μου μέλη θα κινήσουν στων χεριών σου τους ρυθμούς. Οι αόρατες χορδές σου με παίζουν. Προσπαθώ ν' ανακαλέσω πότε πρόλαβες να μάθεις το χειρισμό μου τόσο καλά. Μάλλον γεννήθηκες με το ταλέντο να με χειρίζεσαι. Δε μπορώ αλλιώς να το εξηγήσω.
Δε σε πειράζει που και που να σκέφτομαι ε? Δε σε πειράζει να χορεύω σαν αυτόματο ενώ η σκέψεις μου τρέχουν σε χώρους ανοιχτούς? Εδώ το μόνο ανοιχτό είν' η αυλαία, σε ένα κουκλοθέατρο του παραλόγου. Με επιδεικνύεις? Όχι... Τις δικές σου ικανότητες στο χειρισμό της μαριονέτας μόνο επιδεικνύεις. Οι ψεύτικες κλειδώσεις μου πονάνε... Τα ψεύτικα μαλλιά, αρχίζουν να χάνουν τη λάμψη τους. Τα γυάλινά μου μάτια όμως, ακόμη γυαλίζουν. Σα να γυαλίζουν όλο και πιο πολύ...
Θέλω να κάνουμε ένα νούμερο με ψαλίδια... Ίσως να καταφέρω να κρύψω κανένα όσο θα δέχεσαι από κοινού το χειροκρότημα. Κι όταν με βάλεις πάνω στον πάγκο να ξεκουραστώ και πας κι εσύ για ύπνο. Εγώ θα προσπαθήσω τα νήματά μου να τα κόψω και να σε κάνω να με ψάξεις... Δε θέλω να φύγω... Μονάχα την ανησυχία στο βλέμμα σου θέλω να δω και αν θα ψάχνεις μ' αγωνία να με βρεις, ή θ' αντικαταστήσεις το ξύλινο κορμί μου, αρχίζοντας με βιάση κάποιο άλλο να σκαλίζεις...

Monday, December 17, 2007

Αγριωπά βιάζοντας...

Γουρουνοκεφαλή ανάρμοστη γυρνάς και με κοιτάς με μάτια με βλεφαρόπτωση. Γουρλώνεις τους βολβούς, ασθμαίνοντας. Σάλια κι ιδρώτας βρώμικος ρυπαίνει τις αισθήσεις μου. πόσο σε θέλω.
Κτηνοβατώντας στο τεντωμένο σου υπογάστριο, να σε ακούω να αναμασάς λέξεις που μάσησαν και ξέρασαν άλλοι για σένα. Αρκούμαι να σε βλέπω να κυλιέσαι στις λάσπες και ηδονικά να ρεύεσαι σαπίλα.
Αχαχαχαχα παρανοϊκές σκέψεις παρομοιάζουν του κορμιού σου το μαλακό ροζ, με σαρκοφάγα κτήνη του πολέμου. Ανίκανος να αντισταθείς στου ήλιου τις αχτίδες, είσαι ό,τι πιο κοντά σε μένα τον άνθρωπο... Αχαχαχα, γελάω με της κατάντιας μας την κατάντια. Στα μούτρα σου θα έρθω να ξεράσω της χολής μου τις εκκρίσεις που στάζουν σε κάθε μου σκέψη για σένα.
Λατρεύω να σου λέω πως σε λατρεύω. Λατρεύω να σε μισώ και σαν χαθείς θ' αδειάσει ο μισανθρωπισμός που με κυρίευσε κείνη τη μέρα την αποφράδα... Αποφράδα... αχαχαχα, κάθε μαλάκας στο γυαλί μιλάει για αποφράδες μέρες... Επάρατες νόσους και βιβλικές καταστροφές. Στροφές ανέμων που γυρίζουν τις πορδές μας στα ρουθούνια μας. Να πάρουμε μια γεύση της τροφής που σερβίρουμε απλόχερα στα πεινασμένα στόματα που περιμένουν ανήμπορα και άβουλα τους ευεργέτες τους.
Αχόρταγα μιλιούνια ακρίδες ξεπετάγονται από βουνά αλαργινά. Χρόνια χαμερπή αρπίζουνε νότες ατσάλινες. Ααααααααα!
Ανήξερες, αν ήξερες... αχαχαχαχα λογοπαίγνια του κώλου σε κοκαλένια απομεινάρια δεινοσαυρικών οργανισμών που την εξέλιξη δεν άντεξαν και λύγισαν στου περιβάλλοντος τις απαιτήσεις. Χρόνια για χρόνια χρόνισαν, σε χρονικά παράφρονα χρόνιων νόσων. Χθόνια χιόνια σε χαλάλισαν για να γυρίσεις μ' άδεια χέρια να ζητήσεις το δικό σου μερτικό στην ελεημοσύνη μου. Δώσαμε! Δώσαμε! Αχαχαχαχα, δώσαμε, δώσαμε, σου λέω και κοιτάω τις πληγές σου δήθεν οικτίροντάς σε και δήθεν με αποτροπιασμό, εκδηλώνω το φιλεύσπλαχνο μου αίσθημα και της ευαισθησίας μου την απέραντη έκταση τη γόνιμη σε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και δίχως το μαλακισμένο λογοπαίγνιο του το αντίθετο!
Δε με κατάλαβες μου λες κι εγώ σου λέω στ' αρχίδια μου. Ανήθικε εγωιστή και εμπρηστή του εγώ μου, τα υπομνήματα μνημόνευσε να νιώσεις πιο μεγάλος μα ποταπός και προπαντός κι ανάθεμα την ώρα και γάλατα και μητρικά και υστερίας δόση. Να χλαπακιάζουμε το αίμα με ρουφηξιές λαίμαργες ανθρωποφάγες ηδονές και ένστικτα ζωώδη.
Χλιμιντρίζουμε ευχαριστώ και αλυχτάμε μένος. Τα μάτια σου τα έφαγα να βλέπω όσα βλέπεις και να ακούω της καρδιάς σου τους φθίνοντες χτύπους. Στις φλέβες σου κυλάει αίμα, μα στις δικές μου δηλητήρια μου δίνουνε ζωή. Σμίγουμε και πεθαίνεις στα χέρια μου. Γελάω και σε στέλνω στα σκουπίδια. Ακολούθα με στης ερημιάς την οχλαγωγία, με φωνές βακχικές και ουρλιαχτά μουγκών γερμένων δέντρων. Συγύρισε της καρδιάς σου το σπίτι. Έρχομαι να δειπνήσω τα όνειρά σου. Αχαχαχα, έρχομαι να δειπνήσω τις σάρκες σου. Θα σου τραβάω τα μαλλιά μέχρι στα χέρια μου να μείνει το σκαλπ σου. Πρωτόγονη κουφάλα είμαι, γηγενής, δε θα σ' αφήσω να περάσεις αναίμακτα τις ορμές σου. Θέλησες να προβείς σε πρόβα κατάληψης. Θα προβώ σε παράσταση νίκης στο αποτεφρωμένο σου κορμί, το τσακισμένο από της μάχης την έξαρση.
Χτύπα τα πόδια σου κινέζα...
Σουτιέν.



ΥΓ... Νυστάζω.

ΥΓ2 Το αγριωπά βιάζοντας σαν τίτλος πού ακριβώς κολλάει?

Χρωματοκηλίδες...

Χρωματοκηλίδες σου λεκιάζουν το άσπιλο δέρμα. Κάτω από των βλεφάρων σου τις σκιές, βρίσκει απάγκιο των ματιών μου το βλέμμα. Χαρίζονται τα χρέη σου κάτω από πίεση νωχελικών νευμάτων του λαιμού σου. Κύκνεια άσματα ακούγονται με κάθε σου ανάσα και περπατούν όλα τα μάτια πάνω σου.
Νυστάζω που σε ζω μέσα από τη συνείδησή μου τη ναρκωμένη, μετά από ξενύχτι ως πρωίας. Με το μυαλό να σέρνεται πάνω σε βάσεις ηλεκτρονικές, με δεδομένα γλωσσοδέτες του μυαλού, να ψάχνουν λύσεις. Τα μάτια μου κλείνουν και κάθε που μένουν σφαλιστά σε ανατρέχει ο νους μου.
Καλπάζοντα μιλιμετρέ χαρτάκια, που τσαλακώνονται σε υπόκλιση στη θέα διαβητών, μην υποκύπτοντας σε κανόνες, γωνιάζονται από μοιρογνωμόνια έμπειρα και κάτι μου λέει πως σου λείπουνε της τάξης της μαθητικής σου τα χρόνια.
Θα 'ρθουν τα χιόνια μη φοβάσαι. Μαζί θα ξεχυθούμε σε ψευτοπόλεμους με άσπρες μπάλες. Θα κυλιστούμε μέχρι εξαντλήσεως στις πασπαλισμένες πλαγιές και θα θαυμάσουμε την τσάφνη κάποιο ξημέρωμα που θα κατέβουμε τα πέτρινα σκαλιά, αφήνοντας το τζάκι να χωνεύει τη φωτιά της προηγούμενης νύχτας.
Θα μαντεύουμε τη ζωή να κοιμάται κάτω απ' την άσπρη της κουβέρτα. Να καρτεράει του ήλιου την απόφαση να ξαναλάμψει πάνω της για να της δώσει πάλι λόγο ύπαρξης... Η αφιλόξενη η νύχτα θα μαίνεται να σκιάσει ό,τι που ζει και δε φωλιάζει. Μα εμείς δεν τη φοβόμαστε. Κουρνιάζεις μες την αγκαλιά μου και λιώνουν οι τοίχοι κι όλα τα τοπία. Βρισκόμαστε κάπου που υπάρχει μόνο στων σκέψεών μας τις πτυχώσεις. Η μυρωδιά σου μόνο με βεβαιώνει πως είμαστε ακόμη ζωντανοί (σκηνή και χειροκρότημα δεν παίζουν... μαλάκα προπέτη...) και συγκεντρώνομαι να αποθηκεύσω στο μυαλό μου κάθε της χαρακτηριστικό. Ακόμη κι άμα την εικόνα σου ξεχάσω, η μυρωδιά σου πάντα θα 'ναι κάπου μέσα στο μυαλό μου.
Μυρίζεις ζωή.

Thursday, December 13, 2007

Αλληλουχίες...

Συνοδεύοντας την απαρχή της μέρας σου, ανοίγεις τα χρονοντούλαπα της σκοτεινιασμένης σου όψης, ακούγοντας ρυθμούς γατίσιου περπατήματος, χωμάτινων νερών το απαύγασμα χρησιμοποιώντας στα σκοτεινά σου σχέδια, που από μήνες σκέφτεσαι να βάλεις σε εφαρμογή, οντότητα δίνεις σε ανύπαρκτα αρχέτυπα σακατεμένων μελών διασυμπαντικών συμβουλίων, για να κερδίσεις τη διά βοής επικήρυξή σου σε ανώτατη καταζητούμενη για βιαιοπραγία, μάντισσα κακών μαντάτων, αναμαλλιασμένων οφθαλμών και ακρογωνιαίων λίθων, μυθικών υπάρξεων, μονάχα υπαρκτών σε παιδικά μυαλά και σκονισμένους τόμους δεμένους με δέρμα που αναδίδει μυρωδιές που σου θυμίζουν χρόνια κλεισμένα σε ήσυχες βιβλιοθήκες με μυαλά σε εφησυχασμό, να μην προδίδουν το προσδόκιμό τους όριο σκέψης σε κανένα τυχάρπαστο πουλάκι που σου είπε κι έμαθες τα όσα έμαθες για μένα που ήταν ψέματα μύχιων συναισθημάτων από κράματα μετάλλων, σκέψεων, φωτιάς και χώματος μαύρου, που σα λασπώνει σε κρατά στη γη σου ριζωμένη και ακίνητη, να περιμένεις τους μουσώνες σου τους μουσικούς να σε τραγουδήσουν στους αέρηδές τους, τους μαινόμενους, γιατί είσαι πόρνη του μυαλού μου ανύπαρκτη κι αυθύπαρκτη μαζί, σαν από τότε που γεννήθηκα να σε εγκυμονούσα στους δαιδάλους των νευρώνων μου, που πίσω από τα μάτια μου ύπουλα μάζευαν ερεθίσματα ωσότου να σε πλάσω όπως σε θέλω, μόνο και μόνο για να μην υπάρχεις πουθενά και να σε ψάχνω σε εκτάσεις αχανείς από κάθε λογής τοπία βλάστησης και ξηρασίας, θαλάσσια, βουνίσια και καμπίσια θάματα ενός νου δημιουργού, που θα 'δινα τα πάντα για να μάθω που αντλεί την έμπνευσή του και να τρυπήσω κάπου και εγώ να του την κλέψω, μπας και σε φτιάξω με τα χέρια μου και σου φυσήξω την πνοή μου την τελευταία, ζωή από το θάνατό μου δίνοντας στο πλάσμα σου το αείπαρκτο από γεννησιμιού μου, απαύγασμα εμπειριών και πόνων και χαρών και ποίησης πολεμικής σε κάθε τι που βγάζει νόημα, ανόητα κοιτώντας τις λερωμένες σου τις φτέρνες με τα ματωμένα νύχια, από τις πέτρες παίρνοντας γωνίες και σκληρές ακμές, από τα σύννεφα παίρνοντας ουσία ζωής και τρυφερότητα μητέρας, και τέλος από θάλασσες παίρνοντας το βάθος και βάρος της ουσίας σου, να ξεκινήσω να αναμοχλεύω μνήμες και θύμησες παλιές και νέες, να σου συνθέσω τα μαλλιά να αλληλοπλέκονται σε σύνθεση πολύπλοκη κι ακατανόητη για όποιον δε μύρισε ποτέ το άρωμα σου και ποτέ δε φίλησε τις σκέψεις σου όπως εγώ τα τόσα χρόνια που ζούμε μαζί στο ίδιο μυαλό, με κάθε σου κίνηση να είναι ένας κώδικας πολύπλοκος, προκλητικός για λύση, μήπως μιλήσει των σωμάτων μας η γλώσσα και σε άλλους μιας και κανείς πέρα απ' εμέ δε σε θωρεί, καλά στο καμουφλάζ σου προσδεμένη, επαφιόμενη και στη δική μου τεταμένη προσοχή να σε φυλώ σαν κόρη οφθαλμού από τυφλές αυτάδελφες που ένα μάτι και οι τρεις μοιράζονται και από τούτο εξαρτώνται όλα τους, κι η ζήση και η ευμάρεια και η επιβίωση της προφητείας τους της τέχνης και με γητειές και μαγγανείες προφυλάσσουν την και με γητειές και μαγγανείες πρέπει να τις σκοτώσεις, πάνω στου οφθαλμού την αλλαγή μιας κι αν σε δουν σε πέθαναν ψιθυριστά κι επώδυνα, όπως τα λόγια που ανταλλάξαμε κείνο το βράδυ στου γκρεμού την κόγχη, μα πάλι πιάστηκα στης ομορφιάς σου την απόχη... πριν να χαθεί η σκόνη των φτερών μου... άσε με να (σε) πετάξω...

Tuesday, December 11, 2007

Κυνηγητά...

Χιλιομετρικά υστερικά μονόγελα, ανεμοζάλης έργα χρωματιστών μύλων, απόκοσμης λάμψης, ομορφιάς απρόσιτης, τηλεμεταφέρουν βλέμματα αγαπησιάρικα, από στεριάς και θάλασσας και αέρος, εγκατεστημένους πομπούς, αόρατους.
Το μανιακό κωλόπαιδο της πάνω γειτονιάς σου, μυρίζει τα λουλούδια μου κι αυτά μαραίνονται, σαν από λίγωμα ερωτικό να χτυπηθήκαν, αλύπητα κι αλήτικα, χλομάδας τελευταία ικμάδα, ζωής, που δεν έζησαν, στήμονες και κάλυκες και πέταλα και γόνατα, λυγίζουν κάτω απ' το βάρος σου το ειδικό, που ποτέ του δεν εξειδικεύτηκε, παραμένοντας για πάντα επίκαιρο... Πώς καταφέρνεις να κρατιέσαι ζωντανή? Ρωτάω μια φλόγα που συνεχίζει να καίει στα βάθη ενός ωκεανού. Το παράξενο είναι πως η φλόγα μίλησε...
Χόρτασε τις σκέψεις μου με ερωτήσεις παράταιρες, με έβαλε σε θέση απολογίας και ξεκίνησε να βομβαρδίζει το φιλοθεάμον μου κοινό, με τραγουδιάρικες εκκλήσεις στο συναίσθημα. Η λογική σου μαραζώνει κάτω απ' τα φύλλα τα πεσμένα από του χειμώνα το παγωμένο άγγιγμα.
Η ηλιαχτίδα σου επιβιώνει της διάθλασης και διατηρεί το δικαίωμα στην ανάκλαση. Έτσι κι εσύ διατηρείς το δικαίωμα να φεύγεις όποτε σου καπνίσει και να γυρνάς κάθε τόσο, ολοένα και πιο προβληματισμένη με τους λάθος προβληματισμούς. Ξεφεύγουν οι σκέψεις σου από τα δόκανα της λογικής μου και παρασέρνομαι κι εγώ στο κυνήγι σου σε ανοιχτά δάση που δεν έχω γνωρίσει και χάνω το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Ανάμεσα σε κορμούς δέντρων πανύψηλων σε κυνηγώ και χάνεσαι, φροντίζοντας πάντα ν' αφήνεις ένα κομμάτι από τα μακριά σου τα φορέματα για να σε βρίσκω. Είσαι το νήμα που έδωσε η Αριάδνη στο Θησέα. Δεν του άξιζε... Στην πρώτη επαφή με τον θεό της ιερής μέθης, την παράτησε στο νησί κοιμώμενη.

Πού ξέρεις αν κι εγώ φοβούμενος τη μήνι δε σ' αφήσω?

Wednesday, December 05, 2007

Άρχισαν τα όργανα...

Αρχίζουνε τα κλαπατσίμπαλα να ηχούνε δυνατά. Αρρωστημένες μαύρες χήρες, οργιάζουν στων πλακών τις άκρες. Νυχοπατώντας σε τριχωτές απολήξεις ουρλιάζουνε ερωτικά κοντσέρτα.
Χωμάτινες αιχμές ανοίγονται στο διάβα της οργής του άβατου αιθέρα. Ανακράζουνε τα μάτια τους τα φιλντισένια ωιμέ!
Αρχίζει ο χορός του χώρου να ζαλίζει στις χιλιάδες του στροφές τα πλανεμένα μεθυσμένα εργόχειρα, ανοίγοντας παλιούς λογαριασμούς από κακούς του φίλους, οργιάζει η απάθεια που μεταφράζεται σε χέρια θνησιγόνα, που τοξικά αισθήματα πυροδοτούν και θρέφουν.
Οι ματιές διασταυρώνονται, οι σκέψεις σχηματίζουν στου απείρου το κενό διαξιφισμούς που και το μαύρο το ίδιο πληγώνουν και αιμορραγεί σε χρώμα μπλε. Τι είδες?
Είδα τα χείλη του τα μαύρα να κουνιούνται, μα δεν εβγάζανε φωνή, μονάχα μένος. Ευπροσήγορα μιλούσε παρά ταύτα και μειλίχια χαμογελούσε προτού κατέβουνε χεριές χεριές οι κεραυνοί. Ανώμαλα πεδία μάχης γέμιζαν με αίματα και σκέψεις σκοτωμένες, αρχηγοί και υποτελείς στην ίδια μοίρα ενωμένοι, σφιχταγκαλιάζονταν στο θάνατο και πέφτοντας η θυμωμένη από τη μάχη ουσία τους κατάπινε μεμιάς.
Πλούσια λήμματα λούζουν τις κορυφές του απόμακρου, τα σκούρα τους τιμόνια ακυβέρνητα γυρνάνε με ορμή, από μακριά οι βαλκυρίες ξεφωνίζουν με χαρά... Ακόμη μία μέρα ηδονής θανάτου, κόσμου, ερήμων τόποι, αποκρινόμενοι σε μισερές αιτήσεις και αιτιάσεις αβασάνιστες κορμών αυθάρτων, κοίμιζαν τις ώρες βασανιστικά. Αχόρταγες κλαγγές σε καθορίζουν πάνω σε όρμους χτυπημένους από λυσσασμένα κύματα κι ανέμους.
Σύρε τα βήματα σου προς το άγνωστο.

Tuesday, December 04, 2007

Κραυγαλέα...

Κραυγαλέα σ' αγαπώ πυροβολούν το σκοτεινό σου ουρανό. Αποφράδες ημέρες περνούν μες απ' τα χέρια σου. Αγκαλιάζεις αυτό που νόμιζες πως θες και βρίσκεσαι να αγκαλιάζεις τον εαυτό σου. Άδεια τα χέρια σου ακουμπάνε την πλάτη σου. κοιτάς μπροστά και βλέπεις τον τοίχο. Αν δεν είχες πανικοβληθεί θα έβλεπες πως πίσω σου απλώνονται απέραντα τοπία, αλλά κάθεσαι εκεί να ξύνεις τον τοίχο με τα ματωμένα νύχια σου...
Αρχίνησαν να αντηχούν βόμβοι από μέλισσες. Άνεμοι τρέφουν τη νέα σου πνοή. Τα χρώματα του δειλινού σε συνεπαίρνουν σε ταξίδια ψυχεδελικής επιβίωσης. Ακόμη προσπαθείς ν' αντισταθείς στη ροή μου? Ο χρόνος δουλεύει με το μέρος μου. Ο ήχος μου σε διαπερνά ολοένα και περισσότερο. Η αυλή σε περιμένει να διαβείς την ξύλινη πόρτα της. Το ρυάκι περιμένει τις φούχτες σου να το μαζέψεις λίγο λίγο.
Όσο να πεις, προσπάθησε, θα λεν για σένα τα πουλιά. Όσο να πεις προσπάθησε... λες κι ήταν αρκετό. Λες και αυτό σε εξιλέωσε. Λες κι εξιλέωσε ποτέ κανέναν. Πετώντας ξαφνικά απ' τα κλαδιά θα ταξιδέψουν κατά σμήνη, αφήνοντάς σε πάλι μόνη και κρυμμένη στα βάτα...
Οι εποχές θα εναλλάσσονται, η δική σου η παραίτηση δε θα σταματήσει τη ροή της ζωής του κόσμου. Μονάχα τη δική σου τη ζωή αποτρέπεις από τη συνέχεια της. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σηκωθείς. Μη δώσεις σημασία στα πονεμένα σου τα μέλη από τα χρόνια της ακινησίας.

25 Γράμματα χωρίς νόημα!...

Ανήμερα πρωταπριλιάς
υπήρξες μόνος σου
για να υπηρετείς
ολέθριες σκέψεις
θεατών από ψηλά
επικροτούντες το πως
έπεσες με κρότο
βαρύ πάνω στου έργου το
ρου, σε προσπάθεια
ωραιοποίησης του
μαγικού σου αυλού του
άυλου που πάντα
είναι έτοιμος να υπέρ-
ισχύσει και να
ηχήσει μιας μουγγής
μαμής το λόγο
αναμασώντας μασημένα
σήματα κι οχήματα
χαμένα δια παντός και
άνευρα, σκουριασμένα σε
λιμνάζοντα νερά
ηλίθιων ανέμπνευστων
στίχων ακούγοντας
ολοένα το άκρατο
υπέρμετρο τίποτα...




ΥΓ Σταμάτα τα ποιήματα σε παρακαλώ!
ΥΓ2 Είναι ό,τι πιο άθλιο έχει γράψει και σκεφτεί ποτέ οποιοσδήποτε ζωντανός οργανισμός!
ΥΓ3 Μη μιλάς... _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ !!!!

14 γράμματα 1 αλήθεια!!!...

Λοιπόν σε άκουσα που
ορμούσες στα πυκνά
θυμάρια εκεί στις άκρες
ερχόμενη με φόρα,
ίδια μορφή ανέμου
σκωπτικού, μαύρου
ακάλεστου δαίμονα
ισχνού, παιδιού
αδάκρυστου από πόνο
δάχτυλα βρώμικα να
επαιτείς σε ξένους και σε
ρυάκια να τσαλαβουτάς
φωτιές σβήνοντας μιας άλλης
ήβης που δεν έζησες


ΥΓ... Φακ... φακ φακ... μια σκέψη με στοιχειώνει που βγαίνει από το κείμενο αν το κοιτάξεις σωστά... Όχι δεν έχει κανά νόημα... μονάχα μια φράση κρύβει μέσα του που προσπαθούσα να κρατήσω μα τον ακράτητο είχε...
ΥΓ2 Μεγάλη! :p
ΥΓ3 Το ξέρεις πως σε αγαπάω κατά βάθος :p

Φόβος...

Καλημέρα μικρό ασήμαντο πρελούδιο τρέλας. Από το βράδυ το περαστικό του χτες σ' ονειρευόμουν και σκεφτόμουν τα μακριά σου τα μαλλιά τα μαύρα. Ονειροπερπατούσαμε μαζί στον ξύπνιο ύπνο μου κι ανέμιζαν οι αχτίδες της ματιάς σου στα βλέφαρά μου τα ορθάνοιχτα από θαυμασμό.
Της καλημέρας σου ζητώ το άκουσμα να με ξυπνήσει ευχάριστα και σήμερα σαν κάθε μέρα που ονειρεύτηκα πως ζω. Αρκούντως τούτου, να πω επίσης πως πολύ μ' αρέσει να σε βλέπω να γελάς. Το γάργαρό σου γέλιο το καθάριο, περνά απ' τους στάβλους της ψυχής μου και καθαρίζει τ' από χρόνια ακαθάριστα.
Χλιμίντρισαν τα άλογα τα μέσα μου όλα, μα σαν τους άλλαξα τον προσανατολισμό και τις σκιές τους πάψαν να κοιτάν, ο φόβος τους επέταξε γι' άλλες ψυχές και ντρέπομαι λιγάκι που τον ξεφορτώθηκα εγώ και θα τον φορτωθούνε άλλοι, μα μέσα μου τον είχα για καιρό (τον φόβο ντε! προστυχόμυαλοι! τρομάζουμε να πούμε μια κουβέντα γαμώ τον σίστον μου!) και είπα έστω για λίγο να τον διώξω, μήπως και μείνει μόνος του κι αυτός και φοβηθεί κι αλλάξει και από σκοτεινός και δόλιος, χαιρέκακος αγύρτης, μετατραπεί σε φωτεινό και φιλικό στον ξενιστή παράσιτο, γιατί παράσιτο θα μείνει, αφού μονάχος να τραφεί δεν το μπορεί, σε έχει ανάγκη, χρειά του είναι ο πρόθυμος που θα του δώσει τ' απαραίτητα προς τη ζωή του εφόδια και δυστυχώς υπάρχουν πλείστοι.
Θα τον κρατούσα πάνω μου για πάντα, αν ήξερα πως άλλους θ' αλαφρύνω, μα δεν μπορώ να τον περιορίσω κατ' οίκον. Γι' αυτό, που και που τον διώχνω, βγάζω τα άλογά μου έξω και τα αφήνω να καλπάσουνε απρόσκοπτα ωσότου να ξαναγυρίσει.



ΥΓ. Σε περίπτωση που δε νιώσατε... έχω βάλει banner... δεν έχω βάλει ποτέ ξανά ούτε προβλέπεται να βάζω σύντομα άλλο... Αυτό κανονικά θα πρέπει να σας πει πως είναι κάτι καλό και ιδιαίτερο... να πάτε όλοι εκεί μη σας σπάσω! Φιλικά, αγαπησιάρικα και δημοκρατικά... δικός σας :p

eXTReMe Tracker