Το ομορφότερο όνειρο που (δεν) είδα...
Κοίτα ψηλά... περνάει μια γραμμή με ρόμπες... διάλεξε μία στο νουμεράκι σου και φόρα τη... καθότι είχα πει σε αρκετό κόσμο για τη φάση και είχα καταχαρεί που οι γαμάτοι αυτοί τύποι του artbomber, με διαλέξανε! και... αφού είχα πάρει διαβεβαιώσεις πως το κείμενο ήταν οκ... βρέθηκε εκτός έκδοσης...
Επειδή όμως στα παπάρια μου κι εμένα... και επειδή ακριβώς για να εκδίδω δωρεάν τα κείμενά μου το έχω το ρημαδοblog και στα παπάρια μου αν με βλέπει 1 ή 1.000.000 άνθρωποι... ιδού το κειμενάκι που έστειλα στον artbomber.... Παράκληση... Δε θέλω ποτέ μα ποτέ κανείς από τον artbomber να ανεβάσει κείμενό μου, είτε αυτό που τους έστειλα και το αφήσαν στην απέξω είτε οποιοδήποτε άλλο... αν δείτε να το έχουν ανεβάσει οπουδήποτε παρακαλώ ενημερώστε με για να τους βρίσω αισχρά... ευχαριστώ πολύ και... enjoy! (or not!)
Χιλιοτραγουδισμένα μάτια με θωρείτε ξακουστό, καθότι στων αυλών σας τον περίγυρο περιτριγύριζα με μένος, την αγρανάπαυση σκορπίζοντας και επιβάλοντας της φύσης της δικής μου τους ρυθμούς. Αργά κι αναιμικά κάποια αντίσταση προσπάθησε το διάβα μου ν’ αναχαιτίσει, όμως της φυλλωσιάς μου η εξάρτυση σταμάτησε τις όποιες βλέψεις.
Λύσσαξαν του ανέμου οι φωνές, βαρύτονες στα αυτιά του κόσμου να φωνάζουν. Κανένας δεν τις άκουσε. Κανείς δεν τις σεβάστηκε κι ούτε που σκέφτηκε πως ίσως ξέρουν. Της ομορφιάς αμφίεση ενδύθηκαν άσχημες σκέψεις. Του ουρανού μου τα αστέρια γίνηκαν φώτα σε σαλόνια κοσμικά και υποφώσκουν. Θυμάμαι σαν τα πρωτοκοίταξα τα μάτια μου θαμπώθηκαν από της λάμψης τους την ομορφιά. Τώρα σκυμμένο το κεφάλι μου κοιτάζει τα παχιά χαλιά και δε σηκώνεται να δει τα αιχμάλωτά μου άστρα.
Φωνές στριγκιές σε χάχανα αναλώνονται. Ο φόβος κι η λαγνεία του ορίζει της ζωής μας το περπάτημα. Ποδηγετούνται οι ηγέτες μας και μείς δεν έχουμε το θάρρος να ηγηθούμε. Όταν το χώμα θα σκεπάσει τα κουφάρια μας, θα ‘ναι αργά να ονειρευτούμε με τα μάτια ανοιχτά.
Ένωση! Αυτή τη λέξη έψαχνα στον κόσμο, τότε που απ’ αέρος περιδιάβαινα σε κάθε του πτυχή, ανάμεσα σε σύγνεφα και ρεύματα ηλιακής δομής, τότε που κοίταζα μέσα απ’ τα μάτια της βροχής, τότε που έπεφτα και ξανασηκωνόμουν σα νιφάδα. Μα η ένωση δεν ήταν πουθενά για να βρεθεί, παρά μονάχα στο μυαλό μου που κι αυτό σε χίλια μύρια μόρια είχε διαλυθεί.
Πώς να ενώσεις το γυαλί άμα που έσπασε? Αυτό το ερώτημα πολλούς στα χρόνια απασχόλησε και καταλήξανε πως άπαξ ράγισε, διά παντός θα μείνει ασυνεχές. Χτες όμως μέσα στον πανζουρλισμό της ασυνείδητης μου ύπαρξης, καθώς μοχθούσα να σε βρω και πάλι να ενωθούμε, κόσμε, τα θρύψαλα της τελευταίας μου ικμάδας φρένων, σ’ ένα ηφαίστειο τα πέταξα… Βλέπεις ανέλπιδα κατέληξα να πω, πως αν και μόνο αν άφρονος μείνω, ίσως μπορέσω κάποτε να καταλάβω γιατί υπάρχεις “έτσι”.
Το ηφαίστειο σαν που δέχτηκε αυτή μου τη σπονδή, αναταράχτηκε και ξέρασε γυαλί. Σαν τον τροχό του Νεύτωνα, εκεί που χίλια χρώματα υπήρχαν στου γυαλιού το θρύμμα, το συνοθύλευμα από θρύμματα εμφανίσθη άσπρο… Ενώθηκαν τα θραύσματα, δικά και ξένα, ενώθηκαν κραυγές, σκέψεις, χαρές, αγάπες, μίση, θάνατοι, ζωές… και ξύπνησαν μαζί σε νέα ύπαρξη ενωμένη…
Λίγα γυαλάκια, ή πολλά, αταίριαστα σαν είναι, είν’ ακίνδυνα… Μ’ αν τύχει και σε φλόγα ενωθούνε, αν σφυρηλατηθούν μαζί και γίνουν ένα… ξερνάει λάβα το παγκόσμιο ηφαίστειο της ζωής και τρέμουνε οι γαίες των παλιών αρχόντων…
Γι’ αυτό αν με ρωτάς για τ’ όνειρό μου τ’ ομορφότερο… Ένα μονάχα έχω ν’ απαντήσω… Η ουσία μου ένα με την ουσία του παγκόσμιου γυαλιού, να χύνεται με βιά κι ορμή απ’ του ηφαίστειου τον τρομερό κρατήρα… Να γονιμοποιήσουμε όλοι μαζί τη Γη… και να την κατοικήσουμε αδέρφια ενωμένα…