Tuesday, July 22, 2008

Ανώμαλα παραληρώντας ήρθα...

Ανθρωποφάγα λόγια καταβροχθίζουν μια ανθρώπινη σιωπή. Χρώματα που λυμαίνονται το άσπρο ξεφλουδίζουνε. Τα χέρια σου μείναν να κρεμάνε κάδρα σε καρφιά δίχως μύτες. Τα δόντια της αλλοτινής ματιάς σου πέσανε.
Χτύπα με στο κεφάλι να ματώσω τη σοφία μου. Άρπαξε τα φτερά της νιότης μου να πέσουν σφαγιασμένα. Της οργής την οργίλη αντίδραση προκάλεσαν τα δάκρυά σου. Κροκόδειλοι με θάρρος εξανίστανται...
Μια σουρεάλ γυναίκα με τα τρία μάτια της κοιμάται με το ένα μάτι πάντα ανοικτό... Τα τρία φρύδια της μονίμως συν-εαυτό-νονται... Εγώ κοιτάω το ένα της αυτί κι αυτό κωφαίνει στη ματιά μου... Αν ήξερα τι να σου πω θα στο έγραφα...
Σύσσωμη η κοινή γνώμη μου ανακοίνωσε πως τη βαρέθηκε την έκφρασή της μέσα από γυάλινους φακούς της στρέβλωσης... Ανανεώθηκε για σήμερα η κατά σύμβαση ζωή σου ασυμβίβαστε εναλλακτικέ Τύπε... Χαίρε τη λύπη μας...
Σοδομισμένα κρεμασμένα φύκια πάλλονται στου ανέμου την πνοή... Κάποιος τους έβαλε τα μανταλάκια μην και τύχει να γυρίσουνε στη θάλασσα... Ο ύπνος δε με πείρε πάλι απόψε... Έγειρα σ' έναν πρόχειρο ώμο να γελάσω... Βαρέθηκα να κλαίνε όλοι στον ώμο σου... Εγώ μονάχα να γελάω πάνω του γουστάρω... Μα δεν το παρακάνω... δε θέλω δάκρυα γέλιου να τον βρέξουνε... Μπορεί και να φυτρώσει κανάς γελαστός ασφόδελος... Κι ύστερα ποιος σ' ακούει... όχι εγώ!
Μισό λεπτό να καθαρίσω τ' αποτσίγαρα... Μισό λεπτό να σου αρωματίσω την καρδιά με γελαστές ανεπανόρθωτες συμπτώσεις... Ένα σεντόνι ρίξε επάνω σου και βγες στο δρόμο να χορέψεις... Τρέλανέ τους όλους... δες τα αμάξια να ριζώνουν στο οδόστρωμα... Δες οδηγούς καφρίλους να σου βρίζουνε το σπίτι... Δες τροχονόμους να νομίζουν εαυτούς για νόμους... Δες τις σφυρίχτρες του να μασουλάνε τα στραγάλια τους και να πνίγονται απ' τα γέλια...
Τρελάθηκαν τα τρόλεϊ... όλα τα τρέλανε το άσπρο σου σεντόνι κι η πουκαμίσα η μοντέρνα με το κούμπωμα στην πλάτη. Ψωμί κι αλάτι... Νερό κι αλάτι... σκατά μ' αλάτι... χέσε μας ρε φίλε κι εσύ κι οι εκφράσεις σου οι πλουμιστά χαζοχαρούμενες δήθεν με νόημα μα μόνο δήθεν... Εσύ κι η αφεντιά σου μπορείτε ίσως να πεθάνετε? τεράστια χάρη θα μας κάνετε... Ευχαριστώ σας...
Μισογεμάτες βρύσες να γεμίζουνε ποτήρια αδειανά... Πίθοι απύθμενοι που άπειρο νερό χωράνε... Κάποιος να κουβαλήσει το σαρκίο σου το αδειανό... βαρύ το χώμα από τα δάκρυα χιλιάδων μελισσών και βάτραχων πηδηχταράδων... Σου βγάζει γλώσσα ο ανέμελος οστεοπορωμένος γύπας... καθώς το κρώξιμό του ακούς... Μια βαρεμάρα σε χασμουρητό σε ωθεί και πριν προλάβεις να μιλήσεις σε κοιμίσαμε...
Μουσούδισέ μου λίγο ακόμη... το χρειάζεσαι...

Sunday, July 20, 2008

Παιχνίδια...

Αφαίρεσε από το χρώμα μου το μαύρο οίστρο απαρέγκλιτης ασχήμιας. Τα χρώματά σου ας συμπέσουν με το είναι μου. Καθώς τα μάτια σου θα πέφτουν πάνω μου εγώ θα λάμπω μέσα από τις φλόγες μου. Από τις στάχτες μου θα αναγεννηθώ το μύθο του πουλιού θυμίζοντας στον κόσμο.
Αρχηγικά φερόμενος τους δύο κόσμους μας θα ενώσω. Τον αντρικό το ρόλο παίζοντας σε θηλυκό παιχνίδι. Με μάτια σταθερά τα μάτια σου να τα κρατάν σε βλέμμα εύθραυστο, και φαινομενικά μονάχα, στέριο.
Χοντρές σταγόνες δάκρυα κυλάν στα μάτια σου. Κάθε που ξαποσταίνουμε από του έρωτα τ' αδράχτι. Οι ανάσες μας παλεύουν για να φτάσουνε των δυο κορμιών μας τις ανάγκες. Και οι καρδιές μας τρέχουν σε ρυθμό ακανόνιστο. ο χρόνος δε μας φτάνει μέχρι το ξημέρωμα. Η πείνα κατατρώει την υπομονή μας. Ξανά και πάλι σμίγουμε σ' ένα χορό ανθρωποφάγο, τρώμε τις σάρκες μας και ζούμε. Δίχως τα πρέπει να μας καθορίζουν, μονάχα με τα θέλω μας, επικοινωνούμε και κοινωνούμε αλληλένδετα.
Ένα παιχνίδι επιβολής ανυστερόβουλης. Ένα παιχνίδι με ζωώδη ένστικτα να καθορίζουν τους κανόνες. Παιχνίδι επιβίωσης. Ο νικητής πάντα ο έρωτας.

Ο έρωτάς μας.





ΥΓ. Για σένα μάτια μου :) Ξέρεις εσύ... ;)

Thursday, July 17, 2008

Ανάνηψη...

Γέμισα ένα πλοίο με φωτιές μαινόμενες... Άσπρες μισόγιομες φωνές με ανασαίνουν. Από τα μάτια σου καθρέπτισα όλη μου τη ζωή... Καθώς τα βλέφαρά σου κλείνουν νιώθω του θάνατου την αγκαλιά να σφίγγει. Μονάχα μια ανάσα έμεινε... Να θυμηθώ να σβήσω το κερί...
Χτύπησαν στα πατώματα τα πτώματα των ζώων... Των ζώντων όντων τα ουρλιαχτά, αποχαιρέτησαν τις αδερφές ψυχές τους. Στο δάσος το βρεγμένο από την ξαφνική την καλοκαιρινή τη μπόρα, βγήκα για να μυρίσω τη ζωή... Το χώμα ντροπαλό βουλιάζει κάτω από των πελμάτων μου την αδιάκριτη επαφή... Νιώθω τα βλέμματα που με κοιτάν με φόβο... Θέλω να τους μιλήσω μα μονάχα άναρθρες κραυγές ακούγονται στ' αυτιά τους. Τα λόγια μου... Τα λόγια... Χίλιες χιλιάδων λόγια, για χίλια χρόνια να τα λες, ζυγίζουν... τίποτα. Τίποτα καλέ μου... Τίποτα.
Η αναχρονιστική σου αφή μαυρίζει με καρβουνιασμένα δάχτυλα τη ροδοκόκκινη καρδιά μου... Εκεί που πάλλεται τη σφίγγεις... Τι σου έκανε? Χαλάει την τάξη! Ποια είναι άραγε η τάξη και ποια η αταξία? Ποια είναι της τάξης η αξία και τι αξίζει να πληρώσεις για αυτήν? Ποιος τα ορίζει όλα αυτά? Ζαλίστηκα...


Μέθη μεθυστικών αβρών αμνών, αμύνεται απέναντι σε στάχτη σφάχτη και ποιμένα. Βελάζοντας χαιρέτησαν τους φίλους. Όταν μυρίζονται σφαγή ο κύκλος κλείνει, μετα μικρά να είναι στη μέση και με τα κλάματα να είναι η μόνη άμυνα...

ΥΓ.... Παλιά το έγραψα αυτό... δεν ξέρω γιατί δεν ποσταρίστικε...

eXTReMe Tracker