Tuesday, December 16, 2008

Δωδώνη...

Μουδιασμένες αισθήσεις... Μουδιασμένο μυαλό και σώμα... Σχεδόν παραπατώντας ανεβαίνω τα σκαλιά. Η πέτρα κάτω από τα πέλματά μου γνώριμη. Βγαλμένη από την πάτρια γη. Βγαλμένη από ένα κομμάτι γης αρχαίο και πλούσιο. Ξακουστό και ξέχωρο.

Στρογγυλό μαύρο τραπέζι. Μοντέρνο μέσα στο αρχαίο. Μοντέρνο έπιπλο έγκλειστο σ’ αρχαίο περίβλημα. Τα μεγάλα τζάμια σου αφήνουν έκθετη στο βλέμμα σου την πανοραμική θέα. Τα βουνά συνθέτουν το κάδρο. Αρκεί να σηκώσεις το βλέμμα και να κοιτάξεις...

Πες μου τι βλέπεις... Βάλε μου λίγο πιότερο κρασί και πες μου... οι λέξεις σου ηχούν στ' αυτιά μου πιο γλυκά κι απ' τις εικόνες που τα μάτια βλέπουν.

Δυο δέντρα που 'ν γυμνά από φύλλα κυριαρχούν στο άμεσο τοπίο. Χαζεύεις τα φρακταλικά γυμνά κλωνιά τους και προσπαθείς να καταλάβεις το μοτίβο τους το στοιχειώδες, που επαναλαμβανόμενο συνθέτει μια ζωή που χρόνια πάνω σε χρόνια, ζει για τις άνοιξες και κοιμάται τους χειμώνες. Νέο κι αιώνιο, περιμένει έναν ήλιο. Τον ήλιο του.

Πιο πίσω, στέκονται τα σπίτια του χωριού. καπνίζουν νυσταλέα οι καμινάδες τους. Τα κεραμίδια και οι πέτρες τους, είναι κομμάτια της ίδιας γης πα' στην οποία στηρίζουνε τις βάσεις τους. Πάνω στην ίδια γη, στηρίζουν τη ζωή τους και οι άνθρωποι. Τι κάνουν τάχα τώρα?


Απέναντι κι άλλα βουνά... Θυμάσαι το τραγούδι?

"Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουνε σκεπή το χαμηλό ουρανό, μέρα και νύχτα..."

Τώρα καταλαβαίνεις ίσως λίγο καλύτερα τι εννοούσε ο "ποιητής". Τη βλέπεις τη σκεπή, βλέπεις γιατί 'ναι χαμηλός ο ουρανός. Τα σύννεφα διατρέχουν τον, απ' άκρη σ' άκρη. Έρχονται… βρέχουν… φεύγουν... ξανά... ξανά...

Κάπου κάπου, μέσα στ' ατέλειωτα τα παζλ των συγνέφων, διακρίνεις το γαλάζιο. Διακρίνεις κάπου κάπου, την ελπίδα... το φως! Ο ουρανός σήμερα μου θυμίζει τη ζωή μας. Μέσα στο γκρι λίγο γαλάζιο φευγαλέο. Μέσα στην κατηφρόνια που και που η ελπίδα...

Αν δεν έχεις προσεκτικό μάτι δε θα διακρίνεις το αρχαίο θέατρο. Οι πέτρες του έχουν χορταριάσει. Η γη το φέρνει πάλι πίσω στη μήτρα της, σα μάνα που θέλει να ξαναβάλει στην κοιλιά της το παιδί της. Οιδιπόδεια η σχέση του θεάτρου με τη γη.

Το κόκκινο γλυκό κρασί κι ο τόπος που απλώνεται στα μάτια μου, με κάνουν να προσμένω ανυπόμονα το διονυσιακό μυστήριο να λάβει χώρα. Ειμ' έτοιμος τη μάσκα μου να φτιάξω από της στάφυλλου τ' απομεινάρια. Το χώρο μου να ορίσω με βήματα χορευτικά, βαριά κι αργόσυρτα αρχικά... και ύστερα μαινόμενα θεϊκά.

Κάποιος μου είπε κάποτε, προσεκτικά να ορίζω τις κινήσεις του χορού μου, γιατί οι ψυχές ταράσσονται... Σ' αυτή τη γη, κάθε πρωί οι ψυχές μαζεύονται. Η πρωινή ομίχλη, λένε, είναι η δήλωσή τους, πως ακόμη είναι εδώ μαζί μας.

Ο ήλιος πέφτει αργά... μα σίγουρα. Οι βακχικές ιαχές ακόμη δεν ακούστηκαν. Ίσως τ' αυτιά μας να ξεχάσανε ν' ακούνε. Ίσως και να χαθήκανε για πάντα... και ίσως πάλι να θεριεύουνε, σε βράδια μυστικά, μέσα σε ιερές σπηλιές που ο κόσμος ο δικός μας ξέχασε...

Εσύ... προσπάθησε να με θυμάσαι, όπως γερό με πρωτογνώρισες...




ΥΓ1 Το κείμενο το έγραψα την Κυριακή, κοιτάζοντας το χειμωνιάτικο τοπίο που εκτείνονταν έξω από τη τζαμαρία ενός άκυρου ξενοδοχείου στη Δωδώνη (άκυρο γιατί αν δεν το ξέρεις, δεν το βρίσκεις... πολύ όμορφο και προσεγμένο όμως)

ΥΓ2 Εσύ που μου είπες για τις κινήσεις του χορού... ξέρεις εσύ... σ' ευχαριστώ... και σ' αγαπώ :)


ΥΓ3 Το κείμενο θέλω να το αφιερώσω στη δασκάλα μου τη Δέσποινα, που τη σκέφτηκα αμέσως μόλις άφησα το στυλό από το χέρι και της έστειλα μήνυμα κι αυτή κατάλαβε... πόσο χάρηκα δασκάλα που κατάλαβες :) Σ' ευχαριστώ και πάλι για όλα... Ένα κομμάτι του ποιος είμαι το διαμόρφωσες εσύ και σου είμαι ευγνώμον...

eXTReMe Tracker