Tuesday, June 01, 2010

Νοερές Πορδές...

Μισάνοιξες τα χείλη σου και βγαίνουν από μέσα τους ανάσες που συγχέονται μαζί μου... Μ' αρέσει ν' ανασαίνω τις ανάσες σου. Μου φαίνεται πως απ' αυτές μπορώ να ζω κι εγώ λιγάκι...

Ζούμε σε κάτι ατελείωτες λεωφόρους... Τροχήλατα πηγαίνουν κι έρχονται, κι εμείς επάνω σε διπλές γραμμές να προχωρήσουμε δειλά προσμένουμε και πέρα δώθε με αγωνία κοιτάμε.

Χτύπησα το καρφί με δύναμη στο χέρι μου. Ο πόνος του με ξύπνησε... Τη δύναμή που έβαλα την ένιωσα επάνω μου και το κατάλαβα καλά... Όταν χτυπάς χτυπιέσαι και ας μη θες να το πιστέψεις....

Σε πήρα νοερά τηλέφωνο να σου ζητήσω μια συγγνώμη. Εσύ το σήκωσες και έτσι με αγάπη και στοργή τα βρήκαμε οι δυο μας. Μονάχα όταν σ' έκλεισα μου θύμισες πως πρέπει να σε πάρω και στ' αλήθεια κάποτε... Να τα μιλήσουμε από κοντά... Γιατί νοερά μονάχος μου μιλάω... ακόμη κι αν φαντάζομαι εσένα να απαντάς... Αυτά τα νοερά σενάρια με πάνε πάντα πίσω...

Φλόγες ανάβουνε στα δάχτυλά σου γυναικείες, φλόγες που μου ανάβουνε φωτιά... καθώς θα με χαϊδεύεις θα σε καίω, συνεπαρμένος απ΄ της φλόγας σου την πυρκαγιά... (αν αυτό δεν είναι εφάμιλο του "έρωτά μου τοκογλύφε γλύφε το κορμί μου γλύφε"... δεν ξέρω τι είναι...)

Με δυο στιγμές μονάχες, παίρνω δύναμη για να αντιμετωπίσω τις παρέες... άσε με δυο στιγμές...

Κόμποι...

Θέλω να σου γράψω δυο ματιές μου να σου πω... πως κοίταξα το αύριο και μου είπε που να έρθω να σε βρω... Εκεί στην κοίτη κείτεσαι και βλέπω τα μικρά σου δάχτυλα τη χλόη να χαϊδεύουν σα μαλλιά...

Ποιανού το άγριο κεφάλι εσύ να σκέφτεσαι? Ποιανού τ' ατίθασα μαλλιά να προσπαθείς να συμμαζέψεις τώρα που κι εγώ χτενίστηκα κι έγινα... "κύριος"...

Μεγάλος ο οίστρος που σε γέννησε και οι πνοές που ενωθήκανε μεγάλες... Χλωμά καράτια ασημί μαντέψανε το χάδι σου στο ένωμά τους...

Η ομορφότερη η μέρα μου εσύ... στα βάθη των βυθών μου πάντα να ξεπροβοδίζεις τις φοβίες μου εσύ... με τα μαλλιά σου από φύκια να σαλεύουν στων ρευμάτων τις κινήσεις και με τα πόδια σου την άμμο να σηκώνεις σε φευγάτο κουρνιαχτό...

Γλυκές ονειρεμένες μου στιγμούλες... μικρό χαϊβάνι που σε δρόμους τρέχει με τα γόνατά του ματωμένα... Ζεστή εσύ και κρύος εγώ να σέρνουμε ατμούς και τα ραγίσματα γυαλιών στην ένωσή μας...

Οι λέξεις μου τελείωσαν... επαναλαμβανόμενες ριπές αυτόματων στομάτων... Δόντια σπασμένα και τραχιές παλάμες στ' άγγιγμά τους να πληγώνουνε ευαίσθητα αυτιά και σβέρκους κουρεμένους...

Καημένη μου λαλιά σταμάτησες να βγάζεις τη φωνή σου... Βοή στην έρημο και κρότος στο κενό... Κανείς δεν είναι μάρτυρας της ύπαρξής σου κι άρα δεν υπάρχεις... Ακόμη και που σκέφτεσαι... Τη σκέψη σου σε ποιον να επικοινωνήσεις... Με ποιον να μοιραστείς τους κόμπους του μυαλού σου να σου δώσει τους δικούς του?

Κάθεσαι να λύνεις το σκοινί σου μόνος σου... Κόμπους που μόνος έδεσες και ξέρεις πώς να τους ξεκάνεις μονομιάς... κι ας μην το παραδέχεσαι... τους ξέρεις... Σαν των χεριών σου των αδρών την επιφάνεια... Σαν των ματιών σου το πλυμένο χρώμα... σε δυο ανάσες λύνεις, πάλι δένεις σ' άλλες δυο... Σγούρυνε το σκοινάκι σου και πάει... καιρός να το πετάξεις και αυτό...

Μένεις να προσκυνάς το άγνωστο... Ήρθε για σένα ξέρεις από τόπους άλλους μακρινούς... Θα σε διεκδικήσει για να σε κερδίσει για να φοβηθείς, να το διεκδικήσεις και να το κερδίσεις ή να του παραδοθείς...

Πες μου όταν τελειώσουν όλα τι θα γίνει? Τίποτα... Θα έχουν όλα τελειώσει...
eXTReMe Tracker