Thursday, August 16, 2007

Φωνές με στοιχειώνουν...

Χτυπάνε του λαιμού σου οι φλέβες... καθώς τα χέρια μου σε σφίγγουν δυνατά... μικρές κραυγές αγωνίας σου ξεφεύγουν κι εμένα το άκουσμά τους... με κάνει να χάνω τον έλεγχο...
Λυσσομανούν οι αέρηδες και σου χτυπάν το πρόσωπο, μορφές φευγαλέα βλέπεις να πετούν τριγύρω, φύλλα και σκόνη ξεσηκώνονται σε χορό κυκλικό, ράθυμα τα κοιτάζεις, που με βία πέφτουν σε τοίχους προσπαθώντας να τους σπάσουν.
Η θάλασσα του μυαλού μου ήρεμη πάλλεται, σε κύματα που συνεχώς πάνω στη στεριά χτυπούν, την άμμο ανασκαλεύοντας, δημιουργώντας σχήματα χαοτικά και απρόβλεπτα, που χρόνια τώρα εξελίσσονται και ζουν, αφήνοντάς με έκπληκτο να τα χαζεύω, στερώντας μου τη δυνατότητα επιβολής, παρέμβασης στην ύπαρξή τους, απλός θεατής...
Λάβα ξερνάει το στόμα μου, λάβα που την προκάλεσαν οι λέξεις σου που με θράσος εκστόμισες... Σαν το νερό πάνω από πληγή της γης, ανοιχτή, εκρήξεις προκαλεί της θυμωμένης θεάς, που μια κατώτερη δύναμη, αυτή του ωκεανού, τολμά τη γύμνια της ν' αγγίξει... Έτσι τη γύμνια μου προσπάθησες να δεις και ν' ακουμπήσεις κι ο εγωισμός μου δεν το άντεξε... Ορμώ λοιπόν επάνω σου και με τις λέξεις μου σκοτώνω τα μέσα σου....
Μια φορά θυμάμαι ένα φίδι σκότωσες... καθόσουν και κοιτούσες το κατόρθωμά σου... ώσπου σε μια στιγμή κρώξιμο άκουσες τρανό και από πάνω σου πετούσε αετός σε κύκλους... Κατάλαβες πως για το φίδι είχε έρθει, μα κάτι μέσα σου σκίρτησε από φόβο, μήπως το κρώξιμο και για σένα είχε νόημα... Μάζεψες γρήγορα το φονικό σου όπλο... ένα ραβδί φτιαγμένο από ροζιασμένο ξύλο... και με το κεφάλι χαμηλά, του αετού το άνοιγμα να μην αντικρίζεις, έφυγες με το βήμα σου γοργό... Ξύπνησες λουσμένος στον ιδρώτα δέκα μέρες μετά... τους δυο σου ώμους έκοβαν βαθιές χαρακιές... ποιος ξέρει πως να γλίτωσες...
Κατολισθήσεις βροντερές ταράζουν τις νύχτες σου, τα πρωινά σου βασανίζουν διψασμένα χώματα, τα μεσημέρια σου πεινάς με μόνη σου τροφή τις σάρκες σου και ξεραμένο σάλιο, τα απογεύματα διψώντας πίνεις λάσπες, για να 'ρθουν πάλι οι κατολισθήσεις της νυχτιάς...
Άκαιροι καιροί σε διαμορφώνουν, απ' άλλες εποχές βγαλμένος είσαι, μέσα σου τείχη δέοντος υψώνουν, κι εσύ αναποφάσιστος στη λήθη κείσαι... Από μωρό θυμάσαι τα τραγούδια, τις νύχτες να σου υφαίνουν κόσμους, κόσμους που ήταν άδειοι από νόημα και λουλούδια και κάθε δείλι έπεφτες στους όρμους... αγνάντευες καράβια να πηγαίνουν, περίμενες και πάλι να νοστίσουν, ρωτούσες κάθε τόσο για τους ναύτες και τα πανιά περίμενες ν' ασπρίσουν... Μαύρα... μέσα στην απελπισία σου ανυπόμονα βούτηξες... Ποτέ δεν έμαθες για τη χαρά...
Χαραυγή... κουρασμένος από την ολονυχτία της σκέψης σου, έγειρες να ακουμπήσεις το κεφάλι σου, σε μαξιλάρι από ανεμώνες... Μια μέλισσα σε τσίμπησε στ' αυτί και σε βρήκαν χαμογελαστό για πάντα... Είχες κλείσει τα μάτια σου γεμάτος και ευτυχισμένος... Μακαρίζουν την τύχη σου τα αηδόνια κάθε βράδυ έκτοτε... Εκεί που τώρα κάθε τόσο στάζουν μέλι στη θύμησή σου του κόσμου οι μάνες και λίγο κρασί οι πατεράδες... Να φτάσουν εκεί που είσαι... Να γλυκάνεις το στόμα σου και την ψυχή σου... Οι ανεμώνες πήραν το σχήμα του χαμόγελού σου... Αγαπημένε μας...

5 Comments:

Blogger Zissis said...

Εεεε...ουαου.
Τι έγινε ρε παιδιά; Τώρα μόλις ήμουνα στης Καρυάτιδας και άναψα τσιγάρο με αυτά που διάβασα και τώρα το τσιγάρο κάηκε μόνο του με αυτό εδώ....

Σας αγαπώ.
Άντε γαμίδια.

16/8/07 21:37  
Blogger it is said...

Χαχαχα πλάκα μου κάνεις έτσι? Φίλε είχα την αίσθηση πως ήταν και πολύ μαλακία το κείμενο...
Ευχαριστώ ρε :)

17/8/07 09:08  
Blogger Zissis said...

Καμιά φορά οι μαλακίες μας είναι και οι πιο αληθινές. Και αγγίζουν...

17/8/07 11:23  
Blogger it is said...

Μπορεί :)
Δες και το σημερινό...

17/8/07 11:44  
Blogger ΔΣ said...

ασε τη θάλασσα του μυαλου σου να σε ταξιδεψει σε κόλλες χαρτιού,θέλω να διαβασω σε χοντρο βιβλιο τα ταξίδια σου,δε χορταίνω τα κύματα που ξεβράζει η ψυχή σου στη 15αρα οθονη μου,δε με δροσιζουν οπως θα ηθελα.θελω πολλα μποφωρ και τα θελω συνεχεια ποσειδωνα μου....

22/8/07 08:50  

Post a Comment

<< Home

eXTReMe Tracker